βαρνὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρνὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρνὸς ἐπίθ. Ρόδ. βαρνὴ ἡ, Τῆλ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἡ λ. ἔχει σχέσιν ἐτυμολογικὴν πρὸς τὸ παρ᾽ Ἡσυχ. Δωρ. βαρνίον. Πβ. βαννί.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων χρῶμα μαυρειδερὸν εἰς τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ σώματος, ὑπόλευκον δὲ εἰς τὸ ὀπίσθιον Ρόδ.: Βαρνὸς τράγος. Βαρνὴ αἶγα. 2) Θηλ. οὐσ., αἶξ ἔχουσα χρωματισμὸν τοῦ τριχώματος ὡς ἀνωτέρω Ρόδ. Τῆλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA