βάρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βάρος τό, κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βάρους βόρ. ἰδιώμ. βάρο Κύθηρ. βάρετο ἀγν. τόπ. βάρος ὁ, Πελοπν. (Βούρβουρ.) βάρους Μακεδ. (Βλάστ.) Γενικ. βάρου Κρήτ. (Βιάνν.) Κύπρ. Σύμ. Πληθ. βάρητα σύνηθ. βάρετα Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κέρκ. Κρήτ. Πελοπν. (Τριφυλ.) Ρόδ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βάρος. Περὶ τῆς γενικ. βάρου καὶ τῶν ὁμοίων βάθου, δάσου, θέρου, κέρδου κττ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 43. Περὶ τοῦ πληθ. βάρητα ἰδ. ἔνθ’ ἀν. 1, 102 καὶ 2, 45.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἡ φυσικὴ πρὸς τὰ κάτω τάσις παντὸς πράγματος, βαρύτης κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Τὸ βάρος τῆς πέτρας. Εἶναι πολὺ τὸ βάρος τοῦ φορτίου καὶ δὲ σηκώνεται μὲ τὰ χέριˬα κοιν. β) Γενικ. βάρου ἐπιρρηματ., βαρύτερον τοῦ δέοντος ἢ ἀκριβῶς, συνήθως ἐπὶ τοῦ πωλοῦντος Σύμ.: Ζ-ζυάζ-ζει βάρου βάρου. 2) Ἄχθος, ὄγκος, φόρτωμα κττ. κοιν.: Ἔχω βάρος (ἀποσκευὰς πρὸς φόρτωσιν) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || Φρ. Βάρος τῆς γῆς (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀνωφελοῦς, ἀρχ. «ἄχθος ἀρούρης»). Ὁ δεῖνα εἶναι βάρος τοῦ ἀδελφοῦ-τοῦ πατέρα-τῆς οἰκογενείας κττ. (ζῇ δαπάναις αὐτῶν χωρὶς νὰ εἰσφέρῃ ὁ ἴδιος τίποτε) κοιν. Τοὺν ἔχου βάρουν 'ς τοὺ σπίτι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. (Βλάστ.) Τὸ βάρος τῆς ἡλικίας -τῶν γερατε͜ιῶν (ἡ ἀνία.). Δίνω βάρος ἢ γίνομαι βάρος (προξενῶ ἐνόχλησιν, γίνομαι φορτικός). Μοῦ κάνει βάρος (μ’ ἐνοχλεῖ) κοιν. Φέρνω βάρος (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μάν. β) Εἰς τὴν φρ. βάρος τοῦ ἀργαστηριˬοῦ, μέγας λίθος κρεμάμενος εἰς τὸν πισινὸ περάτη τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ πρὸς στερέωσιν Κρήτ. (Βιάνν.) 3) Ἡ αἴσθημα βάρους προξενοῦσα νοσηρὰ κατάστασις τοῦ σώματος κοιν.: Ἔχω βάρος ᾽ς τὸ σῶμα -᾿ς τὸ κεφάλι -’ς τ᾽ ἀφτιˬὰ -ς τὰ γόνατα -᾽ς τὰ πόδιˬα -᾽ς τὰ χέριˬα κττ. 4) Διόγκωσις ἢ πίεσις κοιν.: Ἔχω βάρος ᾿ς τὸ στομάχι. Β) Μεταφ. 1) Ὑποχρέωσις οἰκονομικὴ ἢ ἄλλης φύσεως, συνήθως ἐπὶ οἰκογενείας κοιν.: Βάρη οἰκογενειακά. Ὅλα τὰ βάρη τῆς οἰκογενείας-τοῦ σπιτιˬοῦ ἔπεσαν ἀπάνω μου. β) Φροντὶς Ρόδ.: Τραυῶ τὰ βάρητα. γ) Πληθ. βάρη, φόροι Κρήτ. κ.ἀ. δ) Πληθ., ἄγαμοι ἀδελφαὶ Πελοπν. (Μάν.) Ἔχει βάρη νὰ βγάλῃ πρῶτα κ’ ὕστερα νὰ παντρευτῇ. ε) Χρέος, ὑποχρέωσις Κέρκ.: Ἀγόρασε τ' ἀbέλι μὲ τὸ βάρος του. 2) Ἠθικὴ πίεσις ἢ στενοχωρία κοιν.: Ἔχω βάρος 'ς τὴν καρδιˬὰ-᾽ς τὴ συνείδησι-᾿ς τὴν ψυχή. Βγάζω τὸ βάρος ἀποπάνω μου κοιν. || Φρ. Παίρνου βάρους ’ς τὴν ψυχὴ ἢ ἁπλῶς παίρνου βάρους (ὁρκίζομαι) Στερελλ. (Αἰτωλ.) β) Τύψις συνειδήσεως κοιν.: Ἔχει βάρος ἡ ψυχή του γιˬὰ τὸ κακὸ ποῦ ἔχει καμωμένο. γ) Θλῖψις, λύπη Κύπρ.: ᾎσμ. Βάρος σὲ τοῦτο ἔν ἔχω, Χάρ’, ἐξομολοῶ το τ’ ἐτεῖνον ποῦ σὲ ἔπεψε τιμῶ ταὶ προστυνῶ τον. 3) Ἐνοχή, αἰτία κακῆς τινος πράξεως κοιν.: Τοῦ ἔρριξαν τοῦ δεῖνα ὅλο τὸ βάρος. 4) Προσβολὴ κοιν.: Φρ. Γελοῦν-λέγουν-μιλοῦν εἰς βάρος του κοιν. Μὴ πρὸς βάρος σου (νὰ μὴ σοῦ κακοφανῇ) πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/