ἄοικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄοικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄοικος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων. Μάν. Σπάρτ. Τρίπ.) Πόντ. (Χαλδ.) ἄνοικος Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄοικος, παρ’ ὃ καὶ ἄνοικος. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΚἌμαντ. ἐν ’Αθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. ᾽Αρχ. σ. 87.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων οἶκον, ἀνέστιος, συνήθως ἐπὶ πτηνῶν Πόντ. (Χαλδ.): Ἆσμ. Μενύ’ ἀτο τὴν κάλην ἀτ’ μὲ τ’ ἄοικον πουλλόπον (τὸ μηνύει, τὸ ἀναγγέλλει εἰς τὴν σύζυγόν του διὰ τοῦ ἀνεστίου πτηνοῦ). 2) Ὁ μὴ κατῳκημένος Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Πόντ (Τραπ.) : Εἶν᾿ ἄοικος ὁ τόπος ᾽κεῖνος καὶ σκιˬάζομαι νὰ περάσω νύχτα μοναχή μου Μάν. Τὸ σπίτι εἶναι ἄοικο Λακων. Συνών. ἀκατοίκητος 1. 3) Μεταφ. ἔρημος, κατεστραμμένος Πόντ. (Τραπ.) : ᾎσμ. Ἄχ, ἔσπαξεν τὰ πρόβατά μ᾿, ἐμὲν ἄνοικον ἐποίκε (ἔσπαξεν₌=ἔσφαξεν). 4) Ἄφαντος Πελοπν. (Λακων. Μάν. Σπάρτ. Τρίπ.): Ἔγινεν ἄοικο τὸ ἀλέτρι μου Μάν. Ἔγινε ἄοικος ὁ δεῖνα αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA