ἀσπροθύμαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπροθύμαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπροθύμαρο τό, Εὔβ. (Κουρ.) Κύθν. Μῆλ. - Λεξ. Βλαστ. 453 Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. θυμάρι. Περὶ τῆς λ. ἰδ. Μ. Στεφανίδ. ἐν Λαογρ. 9 (1926) 445.
Σημασιολογία
Τὸ φρύγανον γνάφαλον τὸ Ἑλληνικὸν (gnaphalum Graecum) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων. Συνών. ἀντιστρόφι, ἀσπρόθυμος, σαρκόχορτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA