γουλιˬάρικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλιˬάρικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γουλιˬάρικος ἐπίθ. Λεξ. Βάιγ. Αἰν. Οὐδ. ᾽ουλιˬάρικο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ γουλιˬάρικο οὐδ. τοῦ ἐπιθ. γουλιˬάρης. Ἠ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Γουλιάρης, τὸ ὁπ. βλ., Λεξ. Βάιγ. Αἰν. 2) Ἐπὶ ἀρότρου, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἕνεκα τῆς χαμηλῆς αὐτοῦ γούλας (βλ. γούλα (Ι) 7) δὲν ἀροτριᾷ καλῶς, διότι κατὰ τὴν ἄροσιν συμμαζεύει εἰς τὴν θέσιν τῆς γούλας παρὰ τὴν βάσιν τοῦ ἀρότρου τὰ ἐκριζούμενα χόρτα καὶ ἐμποδίζει οὕτω τὸ ὑνίον νὰ εἰσχωρῇ εἰς τὸ ἔδαφος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἅμαν εἶναι ἡ ᾽ούα χαμηλή, λένε πὼς εἶναι ᾽ουλιˬάρικο τὸ σύνεργο καὶ ᾽ουλιˬάζει καὶ πιˬάνει ἐτσαιˬὰ-δὲ τὰ χόρτα καὶ δὲ bιˬάνει τὸ ᾽νί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/