ἀπάγκε͜ιασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάγκε͜ιασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπάγκε͜ιασμα τό, Θεσσ. Στερελλ. (Ἄμφ. ᾿Αράχ.)-Λεξ. Αἰν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπαγκε͜ιάζω.

Σημασιολογία

1) Μέρος ὑπήνεμον ἔνθ’ ἀν. : Ηὗρ’ ἀπάγκε͜ιασμα κι᾽ στάθ’κα Ἄμφ. Καλὸ ἀπάγκε͜ιασμα ᾿δουδὰ εἶνι, ἂς ξαπλώσουμι ᾿Αράχ. Μιˬὰ καλύβα γιˬ’ ἀπάγε͜ιασμα μὶ φτά’ αὐτόθ. Συνών. ἀπάγκε͜ιος 2. 2) Προστασία Θεσσ. : Ἔχει ἀπάγκε͜ιασμα αὐτή ! Συνών. ἀπάγκε͜ιος 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/