ἀπάγκε͜ιος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάγκε͜ιος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπάγκε͜ιος ἐπίθ. σύνηθ. ἀπάγκε͜ιους βόρ. ἰδιώμ. ἀπάgε͜ιος Προπ. (Κύζ.) κ.ἀ. ᾿πάgε͜ιος Ἄνδρ. ἀπάγκε͜ιο τό,σύνηθ ἀπάgε͜ιο ’Ιθάκ. Κρήτ. Κύθηρ. ἀπάγκε͜ιου βόρ. ἰδιώμ. ἀπάgει Θεσσ. ἀπάτζε͜ιο Εὔβ.(Αὐλωνάρ.) ἀπάντε͜ιο Πελοπν. (Τρίκκ) ἀbάτζο Νάξ. (Χαλκ.) ἀπάντζει Τσακων. ἀbάgε͜ιο Τῆν. ἀπόγκε͜ιο Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. ἄγκε͜ιος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ ἀνέμου, βροχῆς κττ., ὑπήνεμος σύνηθ. : ᾽Απάγκε͜ιος τόπος. ’Απάγκε͜ιο μέρος σύνηθ. Συνών. ἀνάερος (Ι)2, ἀπαγκε͜ιερός, ἀπάνεμος. 2) Ὡς οὐσ., μέρος ὑπήνεμον σύνηθ. : Πιˬάσε ἕνα ἀπάγκε͜ιο νά λιˬαστῇς. Ἔλα νὰ καθίσουμ’ ἐδῶ ποῦ εἶν᾿ ἀπάγκε͜ιο σύνηθ. Αὐτοῦ εἶν᾽ ἕνα μουνουπάτ’ κ᾿ εἶν᾿ ἀπάγκε͜ιου Θεσσ. Εἶνι ἀπάγκε͜ιους Σάμ. Ἔλα ’δῶ ᾿ς τὸν ἀπάγκε͜ιο Πελοπν. (Μεσσ.) Κάτσε ’δῶ ’ς τ’ ἀπάτζε͜ιο Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) || Φρ. Ἔπιˬασα τ’ ἀπάγκε͜ιου (τεμπελιˬάζω) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἔπιˬασι τ᾿ ἀπάγκε͜ιου (εἰρων. ἐπὶ ἀποτυχόντος εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις του) αὐτόθ. Συνών. ἀπάγκε͜ιασμα 1. 3) Νηνεμία Λεξ. ᾿Ηπίτ Δημητρ. : Ἔχει ἀπάγκε͜ιο σήμερα Λεξ. Δημητρ. 4) Μεταφ. προστασία Στερελλ. (Αἰτωλ.): Δὲν ἔχ᾽ ἀπάγκε͜ιου αὐτός. Συνών. ἀπάγγ͜ειασμα 2. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Σκίαθ. καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. ’Απάgου Κρήτ. Πβ. ἄγκειος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA