βαρυκάρδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυκάρδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαρυκάρδι τό, Κρήτ. βαροκάρδι Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βαρυκαρδίζω.
Σημασιολογία
1) Βαρεῖα λύπη. 2) Κατάρα: Δὲ φοβᾶται τὸ βαροκάρδι τοῦ κυροῦ του. ‖ Φρ. Τὸ βαροκάρδι μου νὰ μὴ bέσῃ χάμαι!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA