βαρυκαρδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυκαρδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυκαρδίζω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) βαρυκαρδίζου Ἤπ. Μακεδ. (Καταφύγ.) κ.ἀ. βαρυκαρτίζω Κύπρ. βαρεˬοκαρδίζω Θρᾴκ. (Κασταν.) –Λεξ. Πρω. Δημητρ. βαροκαρδίζω Βιθυν. Ζάκ. Κρήτ. Προπ. (Κύζ.) κ.ἀ. βαροκαρδίζ-ζω Σύμ. βαρουκαρδίζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Σάμ. κ.ἀ. βαρεˬοκαρδῶ Κέρκ, βαροκαρdῶ Ρόδ. βαροκαρτῶ Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαρύκαρδος. Ἡ λ. καὶ ἐν ’Επαίν. γυναικ. 407, 1022 (ἔκδ. ΚKrumbacher) «τὰς γυναῖκας μας νὰ βρίζουν καὶ νὰ τὰς βαρυκάρδίζουν».
Σημασιολογία
1) Κάμνω κἄποιον νὰ λυπηθῇ πολύ, νὰ στενοχωρηθῇ, δυσαρεστῶ Κεφαλλ. Κρήτ. Προπ. (Κύζ.) κ.ἀ. –Λεξ. ᾽Ελευθερουδ. Δημητρ.: Μὲ βαρυκάρδισαν οἱ γκρίνιˬες της Λεξ. Δημητρ. Βαρυκαρδισμένο τὸν ἔχεις, μόνο νὰ πάς νὰ τοῦ ζητήξῃς συχώρεσι Κρήτ. || ᾎσμ. Μάννα, κιˬ ἄν ἔρθου οἱ φίλοι μας κιˬ ἄν ἔρθου οἱ-γ-ἐδικοί μας, μὴ dῶνε πῇς πῶς πόθανα νὰ τσοὶ βαροκαρδίσῃς Κρήτ. Καὶ ἀμτβ. εἶμαι σκυθρωπός, λυποῦμαι πολύ, στενοχωροῦμαι, δυσφορῶ ἔνθ’ ἀν.: Μὴ βαρυκαρδίζῃς κιˬ ὅλα θὰ σιˬάξουνε Λεξ. Δημητρ. Ἐβαροκάρdισα μαζίν του Ρόδ. ‖ ᾌσμ. Ἤμαθα καὶ δὲ gλαίω πεˬὰ καὶ δὲ βαρυκαρδίζω, μόν᾿ ὡς τὸν εὕρω τὸ gαιρὸ ἐτσὰ τὸν ἀρμενίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὅντας μοῦ κάνῃς πείσματα, χαίρομαι καὶ γλεντίζω, ξέρω το ᾽γὼ πῶς μ’ ἀαπᾶς καὶ ᾿ὲ βαρυκαρδίζω Κάσ. Εἶντά ’εις, γιέ μου Μαυρουδῆ, τ’ εἶσαι πολλὰ γλιμ-μένος, εἶσαι πολλὰ βαρύκαρτος ταὶ βαρυκαρτισμένος Κύπρ. Συνών. βαρυθυμῶ, κακοκαρδίζω. 2) Ἔχω παράπονον κατά τινος, διάκειμαι δυσμενῶς πρός τινα, δυσαρεστοῦμαι Κρήτ. Πόντ. (Κερασ.) Σάμ.: Μὴ μοῦ βαρυκαρδίζῃς, γιˬατὶ δὲ σοῦ ’καμα πρᾶμα Κρήτ. Ἐβαρυκάρδισα ἀσ’ σὸν δεῖνα Κερασ. β) Καταρῶμαί τινα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Συνών. ἀποτιμῶ 2, ἀτιμάζω 4, βλαστημῶ, καταρε͜ιέμαι. 3) Διστάζω Ρόδ.: Θέλει νά ᾿ρτῃ καὶ βαροκαρdεῖ. Συνών. βαρυκολῶ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA