βαρυκάρδισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυκάρδισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαρυκάρδισμα τό, Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βαρυκαρδίζω.
Σημασιολογία
Βαρυκάρδισι 2, ὃ ἰδ.: Ἕχει βαρυκάρδισμα τῶ bαιδιˬῶ dου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA