βαρύκαρδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρύκαρδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρύκαρδος ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. βαρύκαρτος Κύπρ. βαρεˬόκαρδος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. –Λεξ. Πρω. βαρόκαρδος Βιθυν. Κρήτ. Κωνπλ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. καρδιˬά. Πβ. καὶ μεταγν. βαρυκάρδιος.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων μεγάλην θλῖψιν, περίλυπος ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ὁ Κωσταντᾶς ἐξύπνησεν τοῦ νύπνου μαραμ-μένος, ἦταν πολ-λὰ βαρύκαρτος ταὶ παραπονημένος Κύπρ. ᾽Επῆεν εἰς τὴν μάνναν του τ’ ἦταν πολ-λα γλιμ-μένος, γλιμ-μένος ταὶ βαρύκαρτος ταὶ παραπονημένος αὐτόθ. Συνών. βαρύθυμος 1, βαρύλυπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA