βαρυκαανισμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυκαανισμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρυκαανισμένος ἐπίθ. Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ καανισμένος μετοχ. τοῦ ρ. καανίζω.

Σημασιολογία

Ὁ πεφρυγμένος περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι πρέπει: Καφὲς βαρυκαανισμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/