γουλίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουλίδι τό, Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Ἀχεντρ. Βιάνν. Κίσ. Λασίθ. Ρέθυμν. Σητ. Χαν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουλὶ (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Τὸ τεμάχιον, ἐπί τυροῦ κυριολεκτούμενον: Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Δῶσε μου ἕνα γουλίδι τυρὶ (μικρὸν τεμάχιον τυροῦ προσφερόμενον συνήθως μὲ τὸ ἄκρον αἰχμηρᾶς μαχαίρας). Συνών. γουλιˬὰ (Ι) 1, μπουκκιˬά. 2) Ποσότης τυροῦ φερομένη εἰς τὸ ἐμπόριον τυποποιημένη εἰς σχῆμα κολούρου κώνου, κυλίνδρου ἢ σφαίρας Κρήτ. ἔνθ᾽ ἀν.: Λίγα γουλίδια τυρὶ ἐκάμαμε, γιˬατὶ ἐκακοπήγανε τὰ ὀζά μας ὀφέτος Κρήτ. (Σητ.) Ἐπῆρα ἕνα γουλίδι τυρὶ κ᾽ εὑρέθηκε νά ᾽χῃ πηδητούλους (= σκουλήκια) αὐτόθ. Βάνει σὲ μιˬὰ bετσέτα ἕνα bετεινὸ ψημένο, ἕνα γουλίδι τυρὶ γερὸ καὶ γεμίζει κ᾽ ἕνα dουλούμι κρασὶ (γερὸ = ὁλόκληρο) αὐτόθ. Μισὸ γουλίδι τυρὶ θέλει ᾽ς τὴ gαθιˬά dου γιˬὰ νὰ χορτάσῃ Α. Κρήτ. Νὰ βρῶ θέλω κοdὸ νὰ πουσουνίσω δυˬὸ γουλίδιˬα τυρί; (= θὰ βρῶ ἆραγε νὰ ψωνίσω - ν᾽ ἀγοράσω - δυὸ κεφάλια τυρί;) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Πόσα γουλίδια τυρὶ ἔκαμεν ὀφέτος ὁ βοσκός; Κρήτ. Ἐκάμαμε πέdε γουλίδιˬα καὶ πέdε ἀθοτύρους αὐτόθ. Συνών. κεφάλι, κομμάτι. β) Μεταφ., ἐξόγκωμα ἐπὶ τῆς ράχεως, κύφωσις Κρήτ. (Κίσ. Λασίθ. κ.ἀ.): Δὲ θωρεῖ τὸ γουλίδι πού ᾽χει ᾽ς τὴ ράχη παρὰ γυρεύει νύφη Κίσ. || ᾎσμ. Μιˬὰ μαdινιˬάδα δὰ σοῦ πῶ καλὴ κακή, ὡς λάχῃ, σὰ dὸ γουλίδι τὸ τυρίν, ἁποὺ βαστᾶς ᾽ς τὴ ράχη Συνών. καμπούρα, κασεράκι, τύρακος. 3) Ἐκλεκτὸν καὶ σαρκῶδες μέρος ἀπὸ ἑψημένον κρέας ζῴου, κυρίως ἀπὸ μηρὸν προβάτου Κρήτ. (Ἀχεντρ.) Συνών. κοψίδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/