βαρυκέφαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυκέφαλος

Τύπος

Παραλλαγή

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρυκέφαλος ἐπίθ. Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Αἴγ. Βουρβουρ. Καλάμ.) Πόντ. (Κερασ.) Χίος κ.ἀ. –ΔΒουτυρ. Τριανταδύο διηγ. 18 –Λεξ. Βυζ. Πρω. Ἐλευθερουδ. βαρυτσέφαλος Πόντ. (Ὄφ.) βαρ’κέφαλους Σκίαθ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) βαρε͜ιοκέφαλος Λεξ. Πρω. βαροκέφαλος Ζάκ. Πελοπν. (Καλάμ.) Ρόδ. κ.ἀ. βαρουκέφαλους Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ. (Καταφύγ. Σισάν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. βαρυκέφαλος.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ ἔχων μεγάλην κεφαλὴν ΔΒουτυρ. ἔνθ’ ἀν –Λεξ. ᾽Ελευθερουδ.: Βαρυκέφαλα πεῦκα ΔΒουτυρ ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ὁ προξενῶν κεφαλαλγίαν, ἐπὶ σκιᾶς δένδρου Ἀθῆν.: Μὴ σὲ πάρῃ ὁ ὕπνος κάτω ἀπ’ τὴ συκεˬά; γιˬατ᾿ εἶναι βαρυκέφαλη. Β) Μεταφ. 1) Ὁ δυσκόλως ἀντιλαμβανόμενος, νωθρὸς τὴν διανόησιν, ἀμβλύνους Ζάκ. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Κεφαλλ. Μακεδ. (Καταφύγ. Σισάν.) Πελοπν. (Αἴγ. Βούρβουρ. Καλάμ.) Πόντ. (Κερασ.) Ρόδ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) Χίος κ.ἀ. –Λεξ. Βυζ. Πρω. Ἐλευθερουδ.: Βαρυκέφαλος ἄνθρωπος, οὔτε νο͜ιώθει οὔτε ἀκούει νὰ τόν ὀρμηνέψῃς Αἴγ. Τὰ βαρυκέφαλα πιδιˬὰ δὲν παίρν’νι τὰ γράμματα Αἰτωλ. Συνών. ἀργονόητος, βαρύγνωμος 2, βαρυλάτης 3, βαρυνούσης, κακοκέφαλος, ξεροκέφαλος, χοντροκέφαλος. 2) Ἰσχυρογνώμων, πείσμων Ἤπ. Πελοπν. (Αἴγ. Βούρβουρ.) Σκίαθ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαρύγνωμος 1. Γ) Οὐδ οὐσ. 1) Τὸ ὑδρόβιον ἔντομον πηνίον ἢ ὕπερον τῆς τάξεως τῶν γεωμετριδῶν (geometridae) μὲ τὴν κεφαλὴν ὀγκώδη (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογραφ. 10 <1929> 207) Πόντ. 2) Ὁ γυρῖνος, ἡ ὁμοία πρὸς ὕπερον πρώτη μορφὴ τοῦ βατράχου (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. Ὁρολογ. Δημώδ. 16) Πόντ. Συνών. κοπανέλλι, κοπανίδα, κοπανιδέλλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/