γουλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουλίζω (Ι) Κρήτ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) - Λεξ. Δημητρ. γ᾽λίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Λέσβ. (Πολυχνῖτ) βουλῶ Νίσυρ. Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούλα (Ι) καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίζω.
Σημασιολογία
1) Τρώγω Κρήτ.: Κόπιˬασε νὰ γουλίσωμε! - Λίγη ὥρα ᾽ναι ποὺ γούλισα κ᾽ ἐγώ. β) Μεταφ., λαμβάνω Λεσβ. (Πολυχνῖτ.) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.): Γούλισέ τα Κάμπος Λακων. 2) Πίνω ποσότητα ὑγροῦ τόσην, ὅσην δύναμαι νὰ καταπίω ἅπαξ, πίνω ὀλίγον Νίσυρ. - Λεξ. Δημητρ.: Δό μου νὰ βουλήσω ἕνα κουν-νὶν νερὸ καὶ κάηκεν ὁ στόμας μου (κουν-νὶν = κόκκος, ὀλίγον) Νίσυρ. 3) Ἀποπτύω τὸ ἐν τῷ στόματι ληφθὲν ὑγρὸν Νίσυρ. Ρόδ.: Ἐβούλησα κ᾽ ἔβρεξά τον (ἔλαβα νερὸ εἰς τὸ στόμα καὶ τὸν κατάβρεξα) Νίσυρ. Βουλᾶ με (= μὲ καταβρέχει ἐκτοξεύων ὕδωρ ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ) Ρόδ. Τὸ παιδὶν δὲν τὸ κατάπιεν τὸ φάρμακον, παρὰ τὸ βούλησεν αὐτόθ. Συνών. μπουχίζω, μπουχλιῶ, πυτῶ. Οἱ σημ. 2 καὶ 3 ἔχουν ἐκ παραδρομῆς συνταχθῆ εἰς τὸ λ. βουλῶ. 4) Ἀναγουλιˬάζω 3β, τὸ ὁπ. βλ., Ἤπ. (Ζαγόρ.): Μὶ γού᾽σι τοὺ φαγ᾽τό Συνών. ἀνακατεύω Α2, ἀνακατώνω Α2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA