βαρυκιντυνεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυκιντυνεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυκιντυνεύω Ἀθῆν. βαρυτσιντυνεύγου Κάσ. βαρεˬοκιdυνεύγω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. κιντυνεύω.
Σημασιολογία
Κινδυνεύω σοβαρῶς, διατρέχω βαρὺν κίνδυνον ἔνθ' ἀν.: Βαρυκιντύνεψε ἀπὸ τὴ φωτιˬὰ γιˬὰ νὰ σώσῃ τὸ ἔχει του Ἀθῆν. Ἐβαρεˬοκιdύνεψε ἡ δεῖνα κ’ ἔχω τηνε πῶς δὲ ξανασηκώνεται Ἀπύρανθ. || ᾎσμ. Κάλλια ’χω νά ’μουν ἄρρωστη βαρεˬοκιdυνεμένη πάρα μὲ τὴν ἀγάπη μου νά ’μαι περιπλεμένη αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA