βαρύκολος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρύκολος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρύκολος ἐπίθ. Κεφαλλ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Χαλδ.) βαρε͜ιόκολος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) βαρόκολος Βιθυν. Μεγίστ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. βαρύκολος. Πβ. Πουλλολ. στ. 581 (ἔκδ. GWagner σ. 196).

Σημασιολογία

1) Δυσκίνητος, βραδυκίνητος Βιθυν. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Χαλδ.): Βαρύκολον καράβιν Κερασ. || Αἴνιγμ. Ὁ πάππο μ’ ὁ βαρύκολον | ποῦ λέγει τὴν ἀλήθειαν (ὁ στατὴρ) αὐτόθ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. βαρυκίνητος 1. 2) Νωθρός, ὀκνηρὸς Μεγίστ. Πελοπν. (Ἀρκάδ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Χαλδ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. *βαρε͜ιεμῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/