γουλίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουλίτσα ἡ, (Ι) πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουλιˬὰ (Ι) καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ίτσα.
Σημασιολογία
Μικρὰ ποσότης ὑγροῦ, τόση, ὅσην λαμβάνει τις προκειμένου νὰ δοκιμάσῃ ὑγρόν τι πολλαχ.: Ἔπιˬα μιˬὰ γουλίτσα νερὸ κ᾽ ἐδροσίστηκα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πίνει καμμιˬὰ γουλίτσα κονιˬὰκ πότε - πότε Ἀθῆν. Δός μου μιˬὰ γουλίτσα νερὸ νὰ πιˬῶ τὸ χάπι μου αὐτόθ. Ἡ σειρά σου, πιὲς μιˬὰ γουλίτσα Γ. Ξενόπ., Ἡ τιμὴ τοῦ ἀδελφ. 1, 48. β) Κατ᾽ ἐπέκτ., γενικῶς μικρὰ ποσότης ὑγροῦ πολλαχ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουλίτσας Ἀθῆν. Θεσσ. Λάρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA