ἀσπροκεφαλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροκεφαλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπροκεφαλιˬάζω ἀμάρτ. ἀσπροκιφαλιˬάζου Σάμ. ἀσπροτσεφαλιˬάζω Ἄνδρ. ᾿σπροκεφαλιˬάζω Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. κεφάλι.

Σημασιολογία

Λευκαίνομαι τὴν κεφαλήν, ἰδίᾳ ἐπὶ τῶν μεταξοσκωλήκων κατὰ τὸ πρῶτον στάδιον τῆς ἀναπτύξεώς των ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ μαυρὶ ὕστερ᾿ ἀπὸ τρεῖς μέρες ἀσπροτσεφαλιˬάζει Ἀνδρ. ᾿Σπροκεφαλιˬάζει τὸ καματερὸ Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/