ἀπαδυναμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαδυναμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαδυναμίζω ἀμάρτ. ἀποδυναμίζω Κρήτ. (Ρέθυμν.κ. ἀ) ’ποϋναμίζω Κάλυμν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀδυναμίζω.

Σημασιολογία

᾿Αποβάλλω τὰς σωματικάς μου δυνάμεις, καθίσταμαι ἀδύνατος, ἄτονος ἔνθ’ ἀν. : ᾽Απὸ τὴν ὕστερη ἀρρώσθιˬα ἀποδυνάμισὲνε τὸ κωπέλλι Ρέθυμν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπαγγελιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/