ἀσπροκόκκινος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπροκόκκινος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπροκόκκινος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀσπρουκό᾿νους βόρ. ἰδιώμ. ἀσπροκότσινος πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιθ. ἄσπρος καὶ κόκκινος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων λευκὸν χρῶμα ἀποκλῖνον πρὸς τὸ ἐρυθρόν, ροδόχρους ἕνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. Τρυγόνα μ᾿ ἀσπροκόκκινος κιˬ ὀφρυδογαιˬτανλοῦσα (περὶ ἀγαπημένου προσώπου) Κρώμν. Κιˬ ἂν μ᾿ εὕρῃς ἀσπροκόκκινο, σκῦψε κιˬ ἀγκάλεˬασέ με, κιˬ ἂν μ᾿ εὕρῃς μαῦρο κι ἀραχνό, τραύα καὶ σκέπασέ με Ἤπ. Ἀσπροκόκκιν᾿ ἄνθη βγάνει | καὶ καρπὸ σὰ μῆλο κάνει αὐτόθ. 2) Οὐδ. οὐσ., δίσκος κυβείας φέρων σχήματα λευκὰ καὶ ἐρυθρὰ Κεφαλλ. : Φρ. Θὰ παίξουμε τώρᾳ τὸ ἀσπροκόκκινο, (νομίζεις ὅτι θὰ μὲ ἀπατήσῃς;).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA