ἀπαζάρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαζάρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπαζάρευτος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παζαρευτός<παζαρεύω.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος περὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἔγιναν διαπραγματεύσεις : Ἔτσι τ᾽ ἀγόρασα, ἀπαζάρευτα. 2) Ὁ μὴ δεχόμενος διαπραγματεύσεις : Εἶναι ἀπαζάρευτος ἄνθρωπος αὐτός, δὲν κάνει παζάριˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA