βαρυπλερωμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυπλερωμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρυπλερωμένος ἐπίθ. ΣΖαμπελ. ᾌσμ. δημοτ. 734 βαρεˬοπλερωμένος Ἤπ. Κέρκ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ πλερωμένος μετοχ. τοῦ ρ. πλερώνω.

Σημασιολογία

Ὁ πληρωνόμενος ἀκριβὰ, ὁ ἀντὶ μεγάλου τιμήματος ἀγοραζόμενος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Γιˬατί διˬαβαίνεις πάρωρα καἱ τραγουδεῖς πανώρα͜ια, πὄχω τὸν ὕπν’ ἀγοραστὸ καὶ βαρυπλερωμένο; ΣΖαμπέλ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/