βάρυπνος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάρυπνος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βάρυπνος ἐπίθ. Ἤπ. Κεφαλλ. –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 121 καὶ 3, 378 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 74 –Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. βάρυπνους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) βαρόυπνος Θήρ. Κωνπλ. Ρόδ. κ.ἀ. βαρύνυπνος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βαρόνυπνος Μεγίστ. Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. ὕπνος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων βαρὺν ὕπνον, ὁ βαθέως κοιμώμενος καὶ μὴ εὐκόλως ἀφυπνιζόμενος ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι τόσο βάρυπνος ποῦ κανόνιˬα νὰ πέφτουνε δὲν ξυπνάει Λεξ. Δημητρ. β) Ὁ ἐκ τοῦ ὕπνου ἐγειρόμενος κἄπως βαρὺς Κεφαλλ. –ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 2, 121 –ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. Ἐξύπνησε σὰ βάρυπνος, πετε͜ιέτ’ ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ τρέχει κιˬ ἀγκαλεˬάζεται μὲ τ’ ἄγριο τὸ κῦμα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Τότες ξυπνήσανε κ’ οἱ νεˬοὶ μέσ᾽ ᾽ς τἠν κρυφὴ φωλεˬά τους... κομμένοι, ἀχνοὶ καὶ βάρυπνοι καὶ σὰν ξαγρυπνισμένοι ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. γ) Νυσταλέος Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) –ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 3, 378: Βάρυπνα μάτια Ζαγόρ. ‖ Ποίημ. Δὲν εἶναι κρῖμα λιγδερὸ ’ς τ’ ἀχοῦρι νὰ κυλε͜ιέται, ν᾿ ἀναχαράζῃ βάρυπνο;... (ἐνν. τὸ ἀγριοδάμαλο) ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 2) Οὐσ, ὁ βαθὺς ὕπνος Θρᾴκ. (Αἶν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/