βαρυποινίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυποινίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βαρυποινίτης ὁ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρύς, τοῦ οὐσ. ποινὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίτης.
Σημασιολογία
Ἄνθρωπος καταδικασμένος εἰς βαρεῖαν ποινήν, θάνατον ἢ ἰσόβια δεσμά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA