γουλοφάγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλοφάγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γουλοφάγος (ΙΙ) ἐνιαχ. γουλοφάης Ἐρεικ. Ὀθων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουλὶ (ΙΙ) καὶ τοῦ -φάγος, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γουλοφάγος (Ι).

Σημασιολογία

Γουλᾶς (Ι), τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔπιˬακα δυˬὸ γουλοφάηδες Ὀθων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/