βαρὺς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρὺς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρὺς ἐπιθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βαρὲς Δ.Κρήτ. βαῢς Σαμοθρ. βαρεῖος Ζάκ βαρεῖο Καλαβρ. (Μπόβ.) βαρε͜ιὸς σύνηθ. βαρέος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) Μέγαρ. βαρέο Ἀπουλ. Καλαβρ. βάρειος Πόντ. (Οἶν.) βαρὸς Κρήτ. βαοὺ Τσακων. Θηλ. βαρεῖα Τσακων. βαρε͜ιὰ κοιν. βαρὰ Α.Κρήτ. βαρὲ Δ.Κρήτ. βαρκὰ Κύπρ. βαρὴ Κρήτ. βαρέα Κύθηρ. Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. βαρύς. Τὸ βαρεῖος ἐκ τοῦ θηλ. βαρεῖα, τὸ δὲ βαρέος ἐκ τοῦ οὐδ. πληθ. βαρέα. Τὸ βαρὸς κατὰ τὰ δευτερόκλιτα ἐπίθετα. Περὶ τοῦ θηλ. τύπ. Βαρέα ἴδ. ΓΧατζιδ. ἐν’ Αθηνᾷ 28 (1918) Λεξικογρ. Ἀρχ. 3 κἑξ.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἔχων βάρος κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Φρ. βαρὺ καὶ βαρὺ (πολὺ βαρὺ) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Καντάρι βαρὺ (τὸ δεικνῦον βάρος μικρότερον τοῦ πραγματικοῦ, ἀντίθ. καντάρι ἐλαφρὸ) Πελοπν. (Κορινθ.) Βαρε͜ιὸ ἁλώνι (τὸ ἔχον πολὺ γέννημα πρὸς ἁλωνισμὸν) Κάρυστ. Τά ’’ βαρεˬὰ (ἐνν. τὰ μυαλά, ἐπὶ τοῦ νουνεχοῦς) Ἤπ. Κάνω τὰ βαρά μου (πιέζω τὸ σῶμα μου πρὸς τὰ κάτω, ὥστε νὰ εἶμαι δύσκολος πρὸς ἄρσιν, προσπαθῶ νὰ φαίνωμαι βαρὺς) Κρήτ. || Γνωμ. Ἡ πέτρα ’ς τὸν τόπο της εἶναι βαρύτερη (ἐπὶ πράγματος ἀκριβωτέρου εἰς τὸν τόπον τῆς παραγωγῆς του ἢ ἐπὶ ἀνθρώπου ἰσχυροτέρου εἰς τὴν πατρίδα του) πολλαχ. || Παροιμ. Ἄν πῇς βαρὺ εἶν᾿ τὸ φόρτωμα, καρτέρει ἀπανωγόμι (ἐπὶ τοῦ ματαίως παραπονουμένου πρὸς σκληρὸν κύριον καὶ προκαλοῦντος ἀντίθετον ἀποτέλεσμα) Λεξ. Δημητρ. β) Θηλ. ἔγκυος, ἐπὶ γυναικὸς Μακεδ. Πόντ. (Τραπ.) Συνών ἰδ. ἐν λ. βαρένω Γ 1. γ) Βεβαρημένος κοιν.: Βαρὺ κεφάλι-στομάχι. δ) Ὁ ἔχων δύναμιν κοιν.: Βαρὺ χέρι. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. Α 219 «ἐπ’ ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα βαρεῖαν». ε) Ὁ ἔχων βαρύτητα, ὁ προξενῶν ἰσχυρὰν ἐντύπωσιν κοιν.: Βαρε͜ιὰ κατάρα. ς) Προσβλητικὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ κ.ἀ.): Βαρὺς λόγος. Μοῦ φάνηκε τὸ πρᾶμα πολὺ βαρὺ κοιν. Βαρέα λόγιˬα Κερασ. ‖ Φρ. Τοῦ ’ρθε βαρὺ (προσεβλήθη) κοιν. Τοὺ πῆρι βαρὺ (ἐστενοχωρήθη, δυσηρεστήθη) Μακεδ. Ἀφ’ τοῦ βαρειοῦ τοῦ φάνηκε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μεγίστ. ζ) Ἀπαίσιος, ἄξιος κατάρας Λεξ. Δημητρ.: Βαρε͜ιὰ ἡ ὥρα ποῦ σὲ γνώρισα! 2) Ὁ δυσκόλως κινούμενος, βραδυκίνητος, δυσκίνητος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ κ.ἀ.): Βαρὺς ’ς τὴ δουλειά του. Βαρὺ ἄλογο σύνηθ. Βαρὺν καράβιν Κερασ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Σοφοκλ. Οἰδ. Τύρ. 17 «σὺν γήρᾳ βαρεῖς», Τραχίν. 235 «νόσῳ βαρὺν» καὶ 966 «βαρεῖαν ǀ ἄψοφον φέρει βάσιν». Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. βαρυκίνητος. β) Ὀκνηρὸς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) 3) Ὁ δυσκόλως χωνευόμενος εἰς τὸν στόμαχον, δύσπεπτος, ἐπὶ τροφῶν, ἢ ἁπλῶς ὁ προξενῶν βάρος, ἐπὶ ὑγρῶν οὐσιῶν κοιν.: Βαρὺ φαεῖ. Ὁ κέφαλος εἶναι ψάρι βαρύ. Τὰ φασόλιˬα εἶναι βαρεˬά. Βαρὺ γιˬατρικό-νερὸ κττ. 4) Ὁ πυκνὸς τὴν σύστασιν κοιν.: Βαρὺς καφές. Βαρὺ λᾴδι. Ἀντίθ. ἀλαφρὸς 2β, ἀραιὸς Α 4. 5) Ὁ ἐνεργῶν ἰσχυρῶς ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων ἢ τοῦ σώματος ἐν γένει, ἰσχυρός, ἔντονος κοιν.: Βαρὺς καπνός. Βαρὺ κρασί. Βαρε͜ιὰ μυρωδιˬά. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ἡρόδ. 6, 119 «τὸ ἔλαιον... ὀδμὴν παρεχόμενον βαρέαν». β) Βαρύς, ἐπὶ φωνῆς ἀντίθετον τοῦ ὀξὺς κοιν.: Βαρε͜ιὰ φωνή. γ) Ὁ προξενῶν ὕπνον βαθὺν καὶ βάρος τῆς κεφαλῆς σύνηθ.: Ἥσκιˬος βαρύς. 6) Ὁ δυσκόλως σκαπτόμενος ἤ ἀροτριώμενος ἕνεκα τῆς σκληρότητος τοῦ ἐδάφους ἢ ἕνεκα τῆς πολλῆς ὑγρασίας Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Βαρὺ ἀμπέλι-χωράφ’ κττ. Ἀνδροῦσ. κ.ἀ. Γῆ βαρέα Μέγαρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βαρε͜ιὰ Κέρκ. Λέσβ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βαρὺ Κεφαλλ. Βαρε͜ιὲς Κέως Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βαρές Ζάκ. Βαρεˬὰ Σκῦρ. 7) Ὑδατοβριθής, ὑγρὸς Ἤπ. Νάξ. (Φιλότ.) Πελοπν. (Βασαρ.) κ.ἀ.: Χωράφι βαρε͜ιὸ Ἤπ. Χῶμα βαρὺ Φιλότ. 8) Δυσβάστακτος, ἐπαχθὴς κοιν.: Βαρὺ χρέος. Βαρεˬὰ ἔξοδα κοιν. Βαρεˬὰ εἶν᾿ τὰ σίδερα (τὰ δεσμὰ) Κεφαλλ. 9) Ὑπερβολικὸς πολλαχ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): Βαρε͜ιὰ ζέστη πολλαχ. Βαρέα ψέματα λέει Ὄφ. Τραπ. 10) Ἐκεῖνος ἐξ οὗ δυσκόλως δύναταί τις νὰ ἐγερθῇ, βαθύς, ἐπὶ ὕπνου κοιν.: Βαρὺς ὕπνος. 11) Ὁ δυσκόλως ἐξηγούμενος, δυσεξήγητος πολλαχ.: Βαρὺ ὄνειρο. 12) Δύσκολος κοιν.: Δουλε͜ιὰ βαρε͜ιά. Εἶμαι γέρως καὶ δὲ μπορῶ νὰ κάνω βαρε͜ιὲς δουλε͜ιές. || Παροιμ. φρ. Βαρε͜ιὰ εἶν’ ἡ καλογερικὴ (ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου νὰ ἐκτελέσῃ τὰ ἀνατεθέντα εἰς αὐτὸν καθήκοντα). 13) Σοβαρὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Εἶναι πολὺ βαρύς, δὲν τοῦ βγάζεις μιλιˬὰ ἀπὸ τὸ στόμα. Βαρε͜ιὰ κωπέλλα. || Φρ. Κάνει τὸ βαρὺ (ἐπὶ τοῦ σοβαρευομένου, τοῦ προσποιουμένου σοβαρότητα) κοιν. Συνών. βαρετὸς (Ι) Α 1 δ. β) Δυσηρεστημένος σύνηθ.: Φρ. Μοῦ κάνει τὸ βαρύ. γ) Ἐμβριθής, νουνεχὴς, οὐχὶ ἐπιπόλαιος Μακεδ. (Καταφύγ.) Πόντ. (Κερασ.) δ) Ἀλαζών, ὑπερήφανος πολλαχ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Αἰσχιν. 205 «ἠναγκαζόμεθα ὑπομένειν Δημοσθένην ἀφόρητον ὄντα καὶ βαρὺν ἄνθρωπον». ε) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, ἀπροσπέλαστος Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ς) Ὁ ἔχων δύστροπον χαρακτῆρα Ἤπ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Σῦρ. ζ) Ὁ μὴ ἀρεσκόμενος εὐκόλως εἴς τι, ἀλλὰ λεπτολογῶν, ὁ σφόδρα ἐκλεκτικὸς Ἤπ.: Φρ. Ἔ’ βαρε͜ιὰ τ’ μύτι τ᾽. η) Μεμψίμοιρος Χίος. θ) Ἀπαιτητικός, ὀχληρὸς Χίος. ι) Ὁ μὴ μεταβάλλων εὐκόλως γνώμην, ὁ δυσκόλως μεταπειθόμενος Πόντ. (Χαλδ.) ια) Ὁ δυσκόλως νοῶν, δύσνους Πόντ. (Χαλδ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαρυκέφαλος Β 1, ἔτι δὲ βαρύσκοπος Ι. ιβ) Ἠλίθιος Λέσβ. 14) Ἀνθυγιεινός, νοσηρὸς κοιν.: Βαρὺς ἀέρας-τόπος. Βαρὺ κλῖμα. 15) Δεινός, κακός, χαλεπὸς κοιν.: Βαρε͜ιὰ ἀρρώστιˬα. Βαρὺ συνάχι. Βαρὺ ψυχομάχημα κοιν. ‖ Φρ. Πέφτου ’ς τὰ βαρεˬὰ (ἀσθενῶ ἐπικινδύνως) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἀρρουστῶ ᾽ς τὰ βαρεˬὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) 16) Ὁ διατρέχων κίνδυνον ἐκ νόσου Καππ. (Φερτ.) Λυκ. (Λιβύσσ.): Βαρὺς ἄρρουστους Λιβύσσ. Βαρὺ ἀστενάρ’ Φερτ. 17) Ὁ αἰσθανόμενος θλῖψιν, πικραμμένος σύνηθ.:Ἔχει βαρε͜ιὰ καρδιˬὰ σύνηθ. || ᾎσμ. Εἶdα ’χετε γυροῦ γυροῦ κ’ εἶναι βαρὴ ἡ καρδι͜ά σας; δὲ dρώτε καὶ δὲ bίνετε καὶ δὲ χαροκοπᾶτε Κρήτ. 18) Δριμὺς κοιν.: Βαρὺς χειμῶνας. β) Συννεφώδης, σκυθρωπὸς πολλαχ.: Βαρὺς οὐρανός. γ) Ζοφερὸς ΔΣολωμ. 271: Βαρε͜ιὰ νύχτα. δ) Τρικυμιώδης Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ.: Βαρε͜ιὰ θάλασσα Αἶν. Συνεκδ. καὶ ἐπὶ τοῦ κύματος Ἤπ.: ᾎσμ. Μὰ τὸν καηˬμὸ τῆς θἀλασσας, μὰ τὸ βαρὺ τὸ κῦμα, τὴν ἴδιˬα ἀγάπη θὰ βαστῶ ὅσο νὰ μπῶ ᾿ς τὸ μνῆμα. 19) Ἀγριος Τῆν.: Βαρὺ θεριˬό. 20) Σφοδρὸς Μλελέκ. Ἐπιδόρπ 28: ᾎσμ. Ν’ ἀνοίξουμ’ ἕναν πόλεμο κ’ ἕνα βαρὺ τουφέκι. 21) Ὀ μακρᾶς διαρκείας Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) κ.ἀ. ΧΧρηστοβασ. Διήγ. ξενιτ. 12: Φρ. Τὸ βαρὺ βαρὺ (τὸ περισσότερον, οἷον: πήγαιναν κ᾿ ἔρχονταν ’ς τὴν ξενιτε͜ιὰ πο͜ιὸς σὲ τρία, πο͜ιὸς σὲ τέσσερα καὶ πο͜ιὸς σὲ πέντε χρόνιˬα τὸ βαρὺ βαρὺ) ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Ἀφέντης μας ἐμίσσεψε καὶ πάει βαρὺ ταξίδι Ἀρκαδ. Ὁ Κωσταντῆς ἐκίνησε ἀπὲ βαρὺ ταξίδι Ἰνεπ. Νὰ κιˬ ὁ καλός της ἐρχεται ἀπὸ βαρὺ ταξίδι Ἤπ. 22) Ὁ ἔχων μεγάλην ἀξίαν, πολύτιμος κοιν.: Βαρὺ πρᾶμα-ὕφασμα κττ. κοιν. Ὁ δεῖνα ἔχει τὰ βαρύτερα ἀμπέλιˬα Θήρ. Συνών. ἀκριβὸς Α 2β. β) Ὁ πλουσίως ἐξειργασμένος Πόντ. (Κερασ.): ᾎσμ. Ἐμάτσ᾿ ἀτεν καὶ τὸ πλουμὶν καὶ τὸ βαρὺν ἐξόμπλιν. 23) Εὔπορος, πλούσιος Ἀμοργ. Σέριφ. κ.ἀ.: Βαρὺς νοικοκύρις. 24) Πολὺς κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Βαρὺ νοίκι κοιν. Βαρε͜ιὸ προικιˬὸ Θρᾴκ. || ᾎσμ. Βαρὺν ταγίνιν τάγιξον ἑξήντα δύο κότ, ἄμε κ’ ἔλα καὶ κέρα με ᾿ς τὸ ἀργυρὸν πεγάδιν (πεγάδιν=πηγή, βρύσις) Τραπ. 25) Ὁ ἐξέχων ἐν τῇ κοινωνίᾳ εἴτε διὰ τὸν πλοῦτον εἴτε δι’ ἄλλην αἰτίαν Ἤπ. Πάρ.: Βαρε͜ιὰ νοικοκυρὰ Πάρ. || ᾎσμ. Ν’ ἀκούσ’ ἐκεῖ τρεῖς Τούρκισσες, τὲς τρεῖς βαρε͜ιὲς κυράδες, ποῦ κλαίνε καὶ μοιρολογοῦν, ποῦ χύνουν μαῦρά δάκρυˬα Ἤπ. Β) Οὐσ. 1) Ἀρμένιος Πόντ. (Ἀμισ. Χαλδ. κ.ἀ.) 2) Ἐφιάλτης Μεγίστ.: Βαρὺς τὸν ἐπάτησεν. Συνών. βραχνᾶς. 3) Χονδρὸν ξύλον μὲ τὸ ὁποῖον κτυποῦν καὶ καρφώνουν τοὺς πασσάλους Θεσσ. Θρᾴκ. 4) Ὑπὸ τοὺς τύπους ὁ βαρε͜ιός, ἡ βαρεῖα, βαρε͜ιά, βαρέα, τὸ βαρε͜ιό, βαρέο, σφῦρα βαρεῖα σιδηρουργείου ἤ λατομείου σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Φρ. Ἄφ’σε τὴ βαρε͜ιὰ καὶ πιˬάσ’ τ’ ἀμόνι (ἐπὶ τοῦ ἀναγκαζομένου νὰ ἐπιχειρήσῃ ἔργον βαρύτερον) Πελοπν. (Λακων.) Ἄν εἶσαι βαρέα βάρε κιˬ ἂν εἶσαι ἀμόνι ἀδέχου (ἂν δύνασαι βλάπτε τὸν ἐχθρό σου καὶ ἂν δὲν δύνασαι ὑπόμενε) Πελοπν. (Μάν.) 5) Θηλ. βαρεῖα, ἐν τῇ λογίᾳ γλώσσῃ ὁ ἐπὶ τῆς ληγούσης τιθέμενος τόνος, ὅταν αὕτη δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἑπομένην λέξιν διὰ στίξεως, ὅστις ἀντιθέτως πρὸς τὴν λεγομένην ὀξεῖαν κλίνει πρὸς τὰ δεξιὰ (`) κοιν. 6) Θηλ., ἐν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ ἡ ὀκὰ Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ.) Θρᾷκ. (Διδυμότ.) 7) Θηλ. βαρέα, ρόπαλον Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.) 8) Θηλ., σταφυλὴ μὲ μεγάλας ρῶγας Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν. Οἰν.) 9) Πληθ. βαρε͜ιὲς (ἐνν. μερεές), ἡ πλευρὰ τοῦ στατῆρος διὰ τῆς ὁποίας ζυγίζεται μεγαλύτερον βάρος Ἴμβρ. Κρήτ. Στερελλ (Αἰτωλ.): Τὸ καντάρι σέρνει ἀπὸ τσοὶ βαρε͜ιὲς (ἀντίθ. σέρνει ἀπὸ τσ᾿ ἀλαφρές) Κρήτ. 10) Πληθ. βαρε͜ιές, τὰ διὰ ξυλίνης σφύρας κτυπήματα τοῦ μεγάλου σημάντρου τοῦ λεγομένου κοπάνου, τῶν ὁποίων ἡ βαρύτης, ἑπομένως καὶ ὁ ἦχος, βαίνει κατὰ χρονικὰ διαστήματα βαθμηδὸν ἐλαττουμένη καὶ τῶν ὁποίων τὸ τελευταῖον καταφέρεται ἰσχυρῶς Ἄθ. Ἀντίθ. ἀλαφρός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA