γουλοφάγουσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλοφάγουσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουλοφάγουσα ἡ, ἐνιαχ. ἀλογοφάουζα Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γοῦλος τὸ καὶ φάγουσα. Πβ. καὶ Σ. Δεινάκ. Ἀθηνᾶ 32 (1920), 195.

Σημασιολογία

Γουλοφάγος (Ι) 1, τὸ ὁπ. βλ.,᾽ε΄νθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/