γούμενα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούμενα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γούμενα ἡ, σύνηθ καὶ Πόντ. (Οἰν.) γούμενη Χίος γούμινα Στερελλ. (Περίστ.) γούbινα Πελοπν. (Ξεχώρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. gomena= κάλως, κάμιλος τὸ ὁπ. Πιθαν. ἐκ τοῦ Ἀραβ gyml = κάλως, βλ. Η. R. Kahane – A. Tietze, Lingua Franc., 219, 252 - 253, 318. Ἡ λ. καὶ παρὰ Μπουνιαλ., Διήγ. Κρητ. πολέμ., στ. 16 (ἔκδ. Α. Ξηρουχ.) «Ἐγίνη πλήσα ἀναμιγή ᾽ς τὰ κάτεργά των μέσα | καὶ τρέχουν μ᾽ ἄλλες γούμενες καὶ τὴ μαούνα ἐδέσαν».
Σημασιολογία
1) Κάλως ἐκ καννάβεως ἢ σύρματος, διὰ τοῦ ὁποίου τὸ πλοῖον προσδένεται εἰς τὴν ξηρὰν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Ἡ γούμενα τοῦ καραβιˬοῦ σύνηθ. Ὅλο σαραdάριˬα σκοινιˬὰ εἶχε ὁ γρίπος, χοdρά, γούμενες ἤτανε Προπ. (Μαρμαρ.) Βλέποντας τὸ ναύκληρο ποὺ ἔστριφε τὰ ἔμπολα μιˬᾶς γούμενας (ἔμπολα = τὰ ἐκ κλωστῶν συμβλήματα, τὰ ὁποῖα ὁμοῦ συστρεφόμενα ἀποτελοῦν τὸ σχοινίον) Α. Καρκαβίτσ., Λόγ. πλώρ., 35. Τὸ παλάγκον ἐκόπη ἀπὸ τὴν βίαν τοῦ ἑλκυσμοῦ, ἡ γούμενα μὲ τοὺς δύο μακαράδες ἔμεινεν ἄπρακτος περὶ τὴν πρύμνην Α. Παπαδιαμ., Πεντάρφ., 33 || Φρ. Σηκώνω τὴ γούμενα (= ἀναχωρῶ, ἀποπλέω, λύω τὰ πρυμνήσια) πολλαχ. || Παροιμ. Βοηθᾷ σε ἡ γούμενα καὶ φαίνεσ᾽ ἀντρε͜ιωμένος (ἐπὶ τῶν ἐπιτυγχανόντων τοῦ σκοποῦ των, διότι ἔτυχον καταλλήλου περιστάσεως ἢ τῆς συνδρομῆς ἰσχυρῶν προσώπων) Ἀθῆν. Πελοπν. (Μεσσην.) Σὰ σὲ βοηθᾷ ἡ τύχη, δένε γούμενα ὅπου τύχῃ (ὅταν ἔχῃς βοηθὸν τὴν τύχην, τὰ πάντα ἔχουν διὰ σὲ εὐνοϊκήν ἔκβασιν). Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 27,1 54 || Γνωμ. Δυˬὸ τρελλοὶ τὴ γούμενα τὴ σποῦνε καὶ δυˬὸ φρόνιμοι δὲ σποῦνε μουδὲ τη dρίχα (ὅτι οἱ παράτολμοι ἐπιτυγχάνουν είς περιπτώσεις κατὰ τὰς ὁποίας οἱ φρόνιμοι ἀποτυγχάνουν) Κρήτ. (Ἐννέα Χωρ.) || ᾎσμ. Καράβι gινdυνεύγει σὲ βαθιˬὰ νερὰ μὲ γούμεν᾽ ἀσημένιˬα, μ᾽ ἀργυρᾶ κλειδιˬὰ Σύμ. || Ποίημ. Κανένα δὲν ἐπρόφτασε ἄγκουρα νὰ σαλπάρῃ, ἄλλο τὴ γούμενα ἄφινε, κι ἄλλο τὴν ἄγκουρά τους Ι. Ξουρῆ, Δελτ. Ἱστορ. Ἐθνολ. Ἑταιρ. 1 (1883), 471. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Μπουνιαλ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. κάβος, καραβοτριχιˬά, παλαμάρι. β) Χονδρὸν ἐν γένει σχοινίον Κρήτ. Μῆλ. Παξ. Πάρ. Πελοπν. (Μεσσην. Ξεχώρ.): Δὲ gαθίζει ἄνε dόνε δέσουνε καὶ μὲ τσὶ γούμενες (ἄνε=ἀκόμη καὶ ἀν) Κρήτ. Γιˬὰ νὰ κρατήσουμε τοῦτο τὸ μουλάρι, πρέπει νὰ dὸ δέσουμε μὲ γούbινα Ξεχώρ. Μὲ τούτη ᾽δῶ τὴ γούbινα ποὺ μοῦ ᾽δωσε δὲ bορῶ νὰ ζαλώσω αὐτόθ. 2) Ἅλυσις ἢ σχοινίον ἀγκύρας πλοίου, ἀγκύριον Βιθυν. (Κατιρ.) Ἤπ. Θεσσ. Στερελλ. (Περίστ.) - Ν. Παλάσκ., Ὀνοματολόγ. 10, 15 - Νουμᾶς, 161, 8 - Λεξ. Γαζ. 3) Χονδρὸν σχοινίον, διὰ τοῦ ὁποίου στρέφεται τὸ στροφεῖον τοῦ ἐλαιοπιεστηρίου, ὁ ἀργάτης 5 (βλ. λ.) Κρήτ. (Κίσ. Κυδων. Νεάπ. Ραμν. Σέλιν.): Δέσε τὴ γούμενα ᾽ς τὴ μανουέλα μὴ gυλε͜ιέται χάμαι Κίσ. 4) Σχοινίον, διὰ τοῦ ὁποίου προσδένεται ἐπὶ τοῦ σωκάρου ἡ προέκτασις τοῦ ἄξονος προκειμένου νὰ παύσῃ ἡ κίνησις τοῦ ἀνεμομύλου Καστ. Τῆν (Σμαρδάκ. κ.ἀ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κύθηρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA