βαρύσκοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρύσκοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρύσκοπος ἐπίθ. Θεσσ. (Ἁλμυρ.) ’Ιθάκ. Κέρκ. Λευκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Σουδεν.) κ.ἀ. βαρύσκουπους Λυκ. (Λιβύσσ.) βαρόσκοπος Ρόδ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. βαρύσκοπος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων ἀντίληψιν, ὁ νωθρὸς τὴν διανόησιν, ἀφυὴς ἰδίως ἐπὶ παιδίου μὴ δυναμένου νὰ μάθῃ γράμματα Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Ἱθάκ. Κέρκ. Λευκ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Σουδεν.) Ρόδ. κ.ἀ. Συνών ἰδ. ἐν λ. βαρυκέφαλος Β 1, ἔτι δὲ βαρὺς Α 13 ια. β) Ὁ ὁμιλῶν βραδέως Πελοπν. (Βούρβουρ.) ΙΙ) Ὁ ἔχων ἢ παράγων ἦχον ἰσχυρόν, ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ.): ᾎσμ. Γιˬογκάρι μου, μπουζούκι μου, γιˬογκάρι μου καηˬμένο, γιˬογκάρι μου βαρύσκοπο, γιˬὰ δὲ βαρεῖς γιˬομᾶτα; Ἀρκαδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA