ἀπάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπάκι τό, Δαρδαν. Θράκ. (Μάδυτ.) Καππ. (Σίλατ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Βούρβουρ) -Λεξ. Πόππλετ. Μπριγκ. Μ.᾿Εγκυκλ. ᾿Ελευθερουδ. Βλαστ. 385 Πρω. Δημητρ. ἀπάτι Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Συκεˬὰ Κορινθ. Τρίκκ.) ’πάκι Ζάκ. Ἤπ. Θεσσ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Σουδεν.) Σαλαμ ᾿πά᾿ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀπάκιον. Περὶ τῆς λ. ἰδ. Κορ. Ἄτ. 1, 204 καὶ ΓΧατζιδ. ἐν ’Αθηνᾷ 22 (1910) 254.

Σημασιολογία

1) Τὰ περὶ τοὺς νεφροὺς μέρη τοῦ σώματος, αἱ ψόαι ἔνθ᾽ ἀν.: Μὶ πόνισαν τὰ ’πάκιˬα μ᾽ κ᾿ ἔβαλα κὶ μ᾽ ἔτριψαν Αἰτωλ. Δὲ βαστᾶν τ᾽ ἀπάτιˬα μου ! Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ. Τρίκκ.) || Φρ. ᾽Επέσαν τὰ ’πάκιˬα μου (ἐκ τῆς ἀντιλήψεως ὅτι ὁ πόνος τῶν μυῶν τούτων προέρχεται ἐκ πτώσεως αὐτῶν. Συνών. φρ. ἐπέσαν τὰ νεφρά μου) Πελοπν. (Αἴγ.) Ἔπισαν τὰ ’πάκιˬα σ᾿ κὶ θέλ’νι σήκουμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) || ᾎσμ. Νὰ φάς τ᾿ ἀπάκιˬα τοῦ λαγοῦ, στηθάμι ἀπὸ περδίκι Κεφαλλ. Συνών. φιλέττο, ψάρι, ψαρονέφρι. 2) Καπνιστὸν κρέας καὶ δὴ τὸ ἐκ τῶν ψοῶν τοῦ χοίρου Κρήτ.: Τὰ Χριστόγεννα σφάζου τζοὶ χοίρους καὶ κάνουν ἀπάκιˬα καὶ σύγλινα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/