γούνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γούνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γούνα ἡ, κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Μισθ.) Πόντ. (Ἴμερ. Οἰν. Τραπ.) Τσακων. γούν-να Ἀμοργ. Κύπρ. Κῶς Μεγίστ. Ρόδ. βούν-να Κύπρ. Ρόδ. ᾽ουνα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κούνα τὸ Καππ. (Φλογ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γούνα, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ μεσ. λατιν. gunnα. Γραφὴ γούνα ἀπαντᾷ ἤδη παρ᾽ Ἡρῳδιαν., Ἐπιμερ., 124. Κατὰ τὸν Ρ. Kretschmer, Glotta 1, 368 κελτικῆς ἀρχῆς, κατ᾽ ἄλλους ἐκ τοῦ Σλαβ. gunα.

Σημασιολογία

1) Δέρμα ζῴου ἔντριχον κοιν. καὶ Πόντ (Ἴμερ. Οἰν. Τραπ.) Τσακων.: Ἔ᾽ καλὴ γούνα αὐτὸ τὸ κ᾽νάβ᾽ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἔχει μιˬὰ ὡραία γούνα ἡ γάττα σας Ἀθῆν. Περνάει ἕνα σκυλλὶ ὅλο γούνα τὸ τομάρι του αὐτόθ. || Φρ. Ἔν᾽ νὰ σοῦ βκάλλω τήβ βούν-να σου (ἐπὶ ἀπειλῆς· θὰ σὲ γδάρω ζῶντα) Κύπρ. || Παροιμ. Ὥσπου νὰ πῇ ὁ ἀλουπὸς πάου-πάου, τὴν βούν-ναν του ἐβάλαν την (ἐπὶ ἀμελῶν, οἱ ὁποῖοι καταβάλλονται ὑπὸ τῶν ἰσχυρῶν καὶ ἐπιτηδείων ἀντιπάλων των) Κύπρ. Ἡ γάττα γιˬὰ ψάριˬα τὴ γούνα τζη πουλεῖ (ἐπὶ λαιμάργων) Θηρ. β) Μεταφ., τὸ δέρμα Κύθηρ.: Γνωμ. Ἀρρώστου γούνα φαίνεται καὶ νηστικοῦ μαγοῦλες. 2) Ἡ ἔντριχος κατειργασμένη δορά ζῴου χρησιμοποιουμένη ὡς ἐπώμιον ἢ ὡς χειρὶς ἢ ὡς περίρραμμα ἐνδυμάτων κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Ἴμερ. Τραπ.) Τσακων.: Γιˬακᾶς - μανσὸν - γαρνιτούρα ἀπὸ γούνα. Ἔβαλα ᾽ς τὸ πανωφόρι μου γούνα. Τώρα συνηθίζονται γοῦνες ᾽ς τὰ φορέματα κοιν. Συνών. γουνάρι. 3) Χειμερινὸν ἐπανωφόριον ἐξ ἐντρίχου κατειργασμένου δέρματος κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Φλογ.) Πόντ. (Ἴμερ. Τραπ.) Τσακων.: Τῆς πῆρε μιˬὰ γούνα ποὺ κοστίζει χιλιˬάδες. Ντύθηκε ᾽ς τὶς γοῦνες κοιν. Ἐπέρασαν οἱ μεγαλουσάνες μὲ τσὶ ᾽οῦνες καὶ πάσι ᾽ς τὴν ἐγλησὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Φέρισκα εἰς σὴ bόλ᾽ γοῦνες γιˬὰ τὰ ᾽ναῖκε τουνε (ἔφερναν ἀπὸ τὴν Πόλη γοῦνες γιἀ τὶς γυναῖκες τους) Ἀνακ. Τὸ κούνα μ᾽ νὰ τὸ δώκῃς σὸ παππᾶ Φλογ. Ἐφόρεσεν τὴ γούνα ἀτ᾽ Τραπ. Γούνα ἀγούνιˬαστ᾽ Μακεδ. (Σιάτ.) Ἀπὸ τὴν πετὰν τοῦ γαάρου μας ᾽ὲν νὰ σοῦ κάμω βούν-ναν Κύπρ. Ἐφόρεμ μίαν ὡραίαβ βούν-ναν αὐτόθ. Ἦρτεμ ᾽bὸ τὴ χώρα μνιˬὰ ξένη τσαὶ φορεῖ μιˬὰγ γοῦν-να Κῶς. Γούνα σαμουρένιˬα (ἐκ δέρματος ἰκτίδος, ἀρίστης ποιότητος) Χίος (Ὄλυμπ.) || Παροιμ. φρ. Ἔχω ράμματα γιˬὰ τὴ γούνα σου (ἐπὶ ἀπειλῆς· ἔχω τὴν δυνατότητα νὰ σὲ τιμωρήσω) πολλαχ. Τοῦ τίναξε τὴ γούνα (τὸν ἔδειρε) Κεφαλλ. Μακεδ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Συνών. φρ. Τοῦ τίναξε τὸ σκουτί. Διὰ τὴν σημ. πβ. Διηγ. Παιδιόφρ., στ. 176 (ἔκδ. Wagner, σ. 147) ἔρις ποντικοῦ καὶ γαλῆς, πρὸς ἣν οὗτος λέγει: «ἔνε καὶ σκύλος κυνηγὸς καὶ νὰ σὲ κυνηγήσῃ | τινάξῃ καὶ τὴν γούναν σου νὰ κόψῃ τήν ὀφρύν σου». Τὸν ἔχει τῆς γούνας του μανίκι (τὸν ἔχει ὑποχείριον) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. Τσῆ γούνας-ι- τ᾽ μανίκι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Δὲ θὰ σὲ κάνω τῆς γούνας μου μανίκι (δὲν θὰ σοῦ ἀνακοινώσω τὰ μυστικά μου) Κέως. Τ᾽ς γούνας μ᾽ μανί᾽ (ἐπὶ οἰκειότητος μεταξὺ προσώπων) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σηλυβρ.) Τῆς γούνας μ᾽ μανίτσι (ἐπὶ φορτικοῦ ἀνθρώπου) Σκῦρ. Τῆς γούνας μου μανίκι (ἐπὶ τῶν μηδένα ἢ ἀπομεμακρυσμένον συγγενικὸν δεσμὸν ἐχόντων) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Μύκ. - Λεξ. Βλαστ., 410. Τ᾽ς γούνας μ᾽ γιˬακᾶς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἡ παροιμ. φρ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Συνών. φρ. Τῆς κάππας μου μανίκι. Ὁρίστε γούνα, κάθησε ἀπάνω (ἐπὶ παροχῆς καταλλήλων συνθηκῶν) Ἤπ. Μᾶς ἔγινιν ἡ γούνα καλά (καλῶς ἐπάθομεν) Μακεδ. (Βέρ.) Τοῦ κόφτω - τοῦ ράφτω γοῦνες (τὸν κακολογῶ) Κρήτ. Μ᾽ ἔκαψε τὴ γούνα μου (μὲ ἐβασάνισε) Κρήτ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Γύρισε τὴ γούνα τ᾽ ἀνάποδα (ὠργίσθη) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Κοζ.) Βάν᾽ τὴ γούνα τ᾽ ἀνάποδα (ἐπὶ τοῦ μὴ ἱκανοῦ νἀ ἀνταποκριθῇ εἰς τὰ ἐκ τῆς θέσεως του ἀπορρέοντα καθήκοντα) Μακεδ. (Ζουπάν.) Τὴν γούν-ναν θὰ μοῦ βάλῃ (ἐπὶ ἀπειλῆς) Χίος. Φάι, γούνα, π᾽λάφ᾽ (φάγε, γοὑνα, πιλάφι· ἐπὶ τῶν τιμωμένων ὄχι ἕνεκα τῆς ἀξίας των ἀλλ᾽ ἕνεκα τῆς καλῆς ἐνδυμασίας των) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Γούνα, φὰ κασουκάκι ( = εἶδος φαγητοῦ ἀπὸ σιτάρι· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. Συμπεθεριˬάζ᾽ ἡ κάππα μὲ τὴ γούνα (ἐπὶ τῆς δυνατῆς σχέσεως μεταξὺ ἀτόμων ἀνηκόντων είς διαφόρους κοινωνικὰς τάξεις) Θ. Κολοκοτρ., Διῆγ. συμβάντ. 2, 100 || Παροιμ. Ἔκαψα τὴ γούνα μου νὰ μὴ μὲ τρῶν᾽ οἱ ψύλλοι (ἐπὶ τῶν ὑφισταμένων θυσίας διὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἐλευθερίαν δράσεως ἢ κινήσεως) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ὅπου ᾽ὲ φτάνει τὸ χέρι σου, μὴν κρεμᾶς τὴ γούνα σου (μὴν ἐμπιστεύεσαι τὰ πράγματά σου, εἰς μέρη, τὰ ὁποῖα δὲν δύνασαι νὰ ἐλέγχῃς) Σίφν. Ἦρτα κοντά σου πού ᾽χεις βούν-ναν νὰ βάλω καὶ ᾽βὼ ράσο (ἐπὶ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐλπίζουν εἰς τὴν βελτίωσιν τῆς θέσεώς των, ὅταν εὑρίσκωνται πλησίον ἀτόμων εὐπορούντων) Ρόδ. Πήγαινε σὲ γοῦνα, νὰ βάλῃς ἀμπᾶ (ὁ συναναστρεφόμενος καλύτερον αὐτοῦ πάντοτε ὠφελεῖται) Θάσ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. καὶ ἀλλαχ. Κάτσε μὲ γούνα νὰ βάλῃς καπότο (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἴος. Ἄιˬντε μ᾽ ἄθρωπο πού ᾽χει γοῦνα, νὰ φορένῃς κοντογοῦνα, (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Μεσσην). Πολλοὶ θέλουν νὰ καπλατίσουν γοῦνες, μόνε οἱ φλόκοι τσοὺ bοδίζουν (ἐπὶ ὀκνῆρῶν) Ἑπτάν. Ὁ σκύλλος ἐπούλησε τὴ γοῦνα dου τὸ καλοκαίρι καὶ τὸ Δεκέμβρη ἐτουρτούριζε (ἐπὶ μὴ προνοητικῶν) Μῆλ. Ἐπῆρεν τὴν γούν-ναν μου, μὰ μήδ᾽ ἐκεῖνος δὲν ἤβρασεν (ἐπὶ ἐκμεταλλευθέντων τινά ἄνευ ἀποτελέσματος) Ἀμοργ. Ἂ δὲν ἐbόδιζε dὸ μαλλί, ἤθελε νὰ ράβγουν ὅλοι ᾽οῦνες (κάθε ἐργασία λόγῳ τῶν δυσκολιῶν της ἀπαιτεῖ τὸν εἰδικὸν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Γνωμ. Πόση γνώση κρύβει ἡ κάππα, πόσες τρέλλες κρύβει ἡ γούνα (πολλοὶ πτωχοὶ εἶναι νοημονέστεροι τῶν πλουσίων) Ἀθῆν. Τὸ Μάη μὲ γούνα καὶ τὸν Αὔγουστο μὲ κάππα (ἐπὶ παραδόξων καὶ ἀκαίρων πραγμάτων) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2 390, 31. Αὔγουστος ἐπλάκωσε, τὴ γούνα σου bάλωσε Πάρ. (Λεῦκ.) || Αἴνιγμ. Τρώγει τρώγει τὸ μαλλί, | γούνα ντῦνεται καλὴ (ὁ σκόρος) Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν.) || ᾌσμ. Ἂ βρέχῃ, βάλε τσόχινα, κιˬ ἀνὲ χιˬονίζῃ, γοῦνες, κιˬ ἂν εἶναι βγιˬὰ καὶ ξεστεριˬά, βάλε τὰ βελουδένιˬα (βγιˬὰ = εὐδία ἡμέρα) Δ. Κρήτ. Τὸ γαούριν τοῦ Σωτήρη | ψόφησε ᾽ς τὸ Ἀκρωτήρι κ᾽ ἡ πετσιˬά του κάμνει βούν-να | καὶ τὰ δόντιˬα του τουντοῦνιˬα (τουντούνια = κρότους ύποκώφους) Κύπρ. Φορεῖ καὶ γούνα ᾽ς τὸ λαιμὸ τοῦ τράγου τὸ τομάρι Πελοπν. (Γορτυν.) Ἄιντε καὶ σύ, χρυσέ μου πεθερέ, καὶ κρέμασε τὴν γούνα σου, τὴν ἀσημομπαστούνα σου (μοιρολ.) Πελοπν. (Κουτήφαρ.) Τὸ δικόμ μου τὸ παιδὶ γούν-ναθ θέλει νὰ θορῇ καὶ μαdήλιλ λαχουρὶ (θορῇ = φορῇ· βαυκάλ.) Σύμ. Συνών. γουναρικό. 4) Ἀχειρίδωτος μανδύας ἐκ κατειργασμένου δέρματος προβάτου ἔχων ἐπ᾽ αὐτοῦ ἐρραμμένα διάφορα ἔγχρωμα κορδόνια Θρᾴκ. (Σουφλ.) 5) Βραχὺς ἀχειρίδωτος ἐπενδύτης κατερχόμενος μέχρι τῆς μέσης τοῦ σώματος Σκῦρ. 6) Ποδῆρες γυναικεῖον ἐπανωφόριον ἐκ βελούδου κεντημένον μὲ νὴματα χρυσοῦ, ἀνοικτὸν ἔμπροσθεν καὶ ἄνευ κομβίων Μεγίστ. 6) Γυναικεῖον φόρεμα χρώματος ἐρυθροῦ Σύμ. β) Ἐαρινὸν γυναικεῖον φόρεμα Θρᾴκ. (Ἐλληνοχώρ.): Σήμιρα καλὴ μέρα θὰ φουρέσου τ᾽ γούνα. 7) Γάντι ὀρθογωνίου σχήματος ἐκ δέρματος προβάτου, χρησιμοποιούμενον διὰ τὴν χρῖσιν δι᾽ ἀσβέστου Μακεδ. (Σιάτ.) 8) Μεταφ., τὸ δυσκόλως κατεργαζόμενον ἔριον Μακεδ. (Νάουσ.): Δὲ παραδουλεύιτι εὕκουλα, εἶι γοῦνα τοὺ μαλλι 9) Μεταφ., τρόπος παρασκευῆς ἰχθύος κατὰ τὸν ὁποῖον ἀνοίγεται οὗτος εἰς τὸ μέσον κατὰ μῆκος τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ἀποξηραίνεται εἰς τὸν ἥλιον καὶ ἐπιπάσσεται μὲ ρίγανη διὰ νὰ καταστῇ βρώσιμος Θεσσ. (Τρίκερ.) Προπ. (Κούταλ. Μαρμαρ.): Καὶ τηγανισμένα τὰ τρώαμε τὰ ψάριˬα καὶ γοῦνες Μαρμαρ. Τὶς σμέρνις φκειˬάν᾽ν γούνα Τρίκερ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γούνας Μακεδ. (Θεσσαλον. Σέρρ.) Πελοπν. (Κυπαρισσ. Λαγκάδ.) καὶ ὡς τοπων. Γούνα Μακεδ. (Φλόρ.) Πελοπν. (Λαγκάδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/