ἀπακιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπακιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπακιˬάζω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπάκι.
Σημασιολογία
Καπνίζω τὰς ψόας καὶ εἶτα καθόλου χοιρινὸν κυρίως κρέας διὰ νὰ διατηρήσω αὐτό : Ὀφέτος θ᾿ ἀπακιˬάσω τὸ χοῖρο μου. Δὲ φοβᾶται χειμῶνα, γιατ’ ἔχει δυˬὸ χοίρους ἀπακιˬασμένους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA