βαρυστοιχηματίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυστοιχηματίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρυστοιχηματίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. στοιχηματίζω.

Σημασιολογία

Ὁρίζω, προτείνω βαρὺ στοίχημα: Βαρυστοιχηματίζουν τὰ κεφάλιˬα τους πο͜ιὸς νὰ πάῃ πλεˬὰ γλήγορα ᾽ς τὴ μάννα του (ἐκ παραμυθ.) Νίσυρ. || ᾎσμ. Ὁ βασιλεˬὰς κι ὁ Μαβιˬανὸς μαζὶ τρώσι gαὶ πίνου gαὶ μέσ᾿ ᾿ς τὸ φά καὶ μέσ᾽ ’ς τὸ πιˬὲ βαρυστοιχηματίζουν Ἀπύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/