βαρυστομαχιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυστομαχιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαρυστομαχιˬὰ ἡ, σύνηθ. βαρε͜ιοστομαχιὰ, Λεξ. Δημητρ. βαροστομαχιὰ Ζάκ. –Λεξ. Πρω. βαρουστομαχιˬὰ Μακεδ. (Κοζ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρυστόμαχος.

Σημασιολογία

Ἡ βάρυνσις τοῦ στομάχου ἐκ δυσπεψίας. Συνών. βαρυστομάχιˬασμα, βαρυστομαχίλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/