γουναράδικο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουναράδικο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουναράδικο τό, κοιν. γουναράδ᾽κου κοιν. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ οὐσ. γουναρᾶδες, πληθ. τοῦ οὐσ. γουναρᾶς, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ικο.
Σημασιολογία
1) Γουνάδικο, τὸ ὁπ. βλ., κοιν.: Ὁ πατέρας του ἔχει γουναράδικο κοιν. || Παροιμ. Τι΄ θέλει ἡ ἀλεποῦ ᾽ς τὰ γουναράδικα; (ἐπὶ τῶν ἀναμειγνυομένων εἰς ὑποθέσεις, αἴτινες δύνανται νὰ ἔχουν δυσάρεστα δι᾽ αὐτούς ἀποτελέσματα) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 800, 215. Συνών. παροιμ.: Τὶ γυρεύει ἡ ἀλεποῦ ᾽ς τὸ παζάρι; 2) Τὸ ἀνῆκον εἰς γουναρᾶν Μακεδ. (Καστορ.): ᾎσμ. Μαχαίριˬα γουναράδικα δουλεύουν ᾽ς τὸ τεζγιˬάκι (τεζγιˬάκι = ἡ τράπεζα τοῦ τεχνίτου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA