ἀπακουστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπακουστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπακουστὸς ἐπίθ. Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) ἀποκουστὸς Μεγίστ. ἀπουκουστὸς Μεγίστ Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀκουστός.
Σημασιολογία
Ὁ ἐξ ἀκοῆς ἐγνωσμένος ἔνθ’ ἀν. : ’Απακουστὸν ἔχ᾽ ἀτο Σάντ. Ἀπουκουστὸν τὸν ἔει Μεγίστ. || Φρ. ᾿Αποκουστὸν τό ’εις (εἴρων. πρὸς τοὺς παρὰ τὴν ἀξίαν των ζητοῦντας τι) αὐτόθ. Συνών. ἀγροικητὸς 1, ἀκουστὸς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA