βαρυταξιδάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυταξιδάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρυταξιδάρις ἐπίθ. Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ-, τοῦ οὐσ. ταξίδι καὶ τῆς καταλ. -άρις.

Σημασιολογία

Ὁ κάμνων ταξίδια μακρᾶς διαρκείας: ᾎσμ. Μηδ’ ἀφ’ τὸν ἥλιˬο ’μ’ ἄσκημη μηδὲ τοῦ ’λιˬοῦ’καμένη, μόν’ ἀφ’ τὸν ἄντρα τὸν κακὸ τὸν βαρυταξιδάρι, ὁποὺ μοῦ δίνει τὸ ψωμὶ ’ς τοῦ μαχαιριˬοῦ τὴ μύτη, ὁποὺ μοῦ δίνει τὸ τυρὶ ’ς τοῦ πιρουνιˬοῦ τὸ δόντι (’μ’ = είμαι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/