βαρύτιμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρύτιμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρύτιμος ἐπίθ. Θήρ. Κύπρ. Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. βαρύτιμος.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων μεγάλην ἀξίαν, πολύτιμος ἔνθ’ ἀν.: Δαχτυλίδι βαρύτιμο Θήρ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Κ.Δ. (Εὐαγγ. Ματθ. 26,7) «μύρου βαρυτίμου». Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. Πόντ. (Χαλδ.) Θηλ. Βαρότιμη Μεγίστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/