βαρυφαίνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυφαίνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρυφαίνομαι πολλαχ. βαρυφαίνουμι βόρ. ἰδιώμ. βαρεˬοφαίνομαι Τῆλ. κ.ἀ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. βαροφαίνομαι Θρᾴκ. Καππ. (Σίλ.) Κρήτ. Νάξ. (Δαμαρ.) Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ βαρυ- καὶ τοῦ ρ. φαίνομαι.

Σημασιολογία

Μόνον κατὰ τρίτον πρόσωπον, φαίνεται βαρύ, δυσάρεστον, κακὸν ἔνθ’ ἀν.: Εἴμαστε ἀλλεˬώτικα μαθημένοι καὶ μᾶς βαρυφαίνεται. Μὴ σοῦ βαρυφαίνεται πολλαχ. Ἐβαροφάνην του ποῦ τοῦ μίλησα Ρόδ. || ᾌσμ. Μελαχρινάκι σέ ’πανε καὶ μὴ σοῦ βαροφάνη, μαῦρο ’ν’ gαἰ τὸ γαρέφαλο, πουλε͜ιέται μὲ τὸ δράμι Κρήτ. Μιˬὰ περδικούλλα κάθονταν ψηλὰ ’ς ἕνα λιθάρι, περιγελάει τὸν κυνηγὸ ποῦ δὲν τὴν τουφεκάει κιˬ ὁ κυνηγὸς σὰν τό ’μαθε πολὺ τοῦ βαρυφάνη Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Συνών. κακοφαίνομαι, ἀντίθ. καλοφαίνομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/