ἀπακρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπακρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπακρίζω Θεσσ. (Βόλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀκρίζω.
Σημασιολογία
᾿Απομονώνω τινὰ ἐπιτηδείως διὰ νὰ τὸν βολιδοσκοπήσω : Θέλω νὰ τὸν ἀπακρίσω. Συνών. ξεμοναχιˬάζω. Πβ. ἀκρίζω Α1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA