ἀσπρολίθι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρολίθι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπρολίθι τό, Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ. 481 Πρω. Δημητρ. ἀσπρουλίθ᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσπρόλιθος ἢ ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. λιθί.

Σημασιολογία

Ἀσπρόλιθος, ὃ τε., ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬόμισ᾽ τ᾽ ἀμπέ᾽ ἀσπρουλίθιˬα Ἀράχ. || ᾎσμ. Μήτε τὰ ροῦχα μὲ βαροῦν μήτε καὶ τὰ τουμάνιˬα, μόν᾽ τ᾽ ἀσπρολίθιˬα μὲ βαροῦν, τὰ γόνατα μοῦ σφάζουν Ἤπ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ζάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/