ἀπάλαι͜ωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάλαι͜ωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπάλαι͜ωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀπάλτος Πόντ. (Τραπ.) ἀπάλαι͜ουτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀπαλαίωτος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ παλαιούμενος, στερεὸς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ): Τοῦ ’δωσα ἕνα ζευγάρι παπούτσιˬα ἀπάλαι͜ωτα Πελοπν. (Τριφυλ.) Τὰ στιβάλιˬα μ᾿ εἶν’ ἀπάλαι͜ουτα ἀκόμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἀπάλτον ἔν’ τὸ καμίσι μ᾿ Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA