ἁπαλάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπαλάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁπαλάκι τό, Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁπαλός. ᾽Ιδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 217.

Σημασιολογία

Εἴδη ἀρνογλώσσου (plantago) τῆς τάξεως τῶν ἀρνογλωσσωδῶν (plantaginaceae), ἰδίως δὲ ἀρνόγλωσσον τὸ μικρὸν τοῦ Διοσκορ. (2, 152) μὲ φύλλα μαλακά, ἤτοι ἀρνόγλωσσον ὁ λαγόπους (plantago lagobus) καὶ ἀρνόγλωσσον τὸ μέγα τοῦ Διοσκορ. μὲ ρίζας ἁπαλάς, ἤτοι ἀρνόγλωσσον τὸ μεῖζον (plantago major).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/