βαρυχαρατσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυχαρατσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
βαρυχαρατσιˬὰ ἡ, Χίος (Καρδάμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βαρυχαρατσώνω.
Σημασιολογία
Βαρὺς κεφαλικὸς φόρος: ᾎσμ. Μὰ ’ρτεν ἡ βαρυχαρατσιὰ καὶ τὸ βαρὺ χαράτσι καὶ βαρυχαρατσώνουν τον ἐννεˬὰ χιλιˬάδες γρόσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA