ἀσπρολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπρολογῶ πολλαχ. ἀσπρουλουγῶ βόρ. ἰδιώμ. ἀσπρολογάω ἐνιαχ. ἀσπρουλουγάου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –λογῶ, περὶ ἧς ἰδ. Γ. Χατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 247 κἑξ.

Σημασιολογία

Λάμπω ἐκ λευκότητος, φαίνομαι λευκὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ κῦμα ἀσπρολογᾷ. Ἡ πολιτεία - τὸ χωριˬὸ ἀσπρολογᾷ πολλαχ. Οὑ τόπους οὕλους ἀσπρουλουγάει ἀπ᾽ τὰ χιˬόνιˬα Αἰτωλ. Ἀσπρουλόησ᾽ οῦ κάμπους ἀπ᾽ τὰ πρόβατα αὐτόθ. Ἀσπρολογοῦν τοῦ πάγου οἱ κάμποι Λ. Μαβίλ. Ἔργα 70 Ἡ φύσι ὅλη ἐρρόδιζε κιˬ ἀσπρολογοῦσεΚ. Πασαγιάνν. Μοσκ. 92 || Ποίημ. ...᾽Σ τοὺς ὄχτους, ᾽ς τὰ ριζὰ κοπάδια ἀσπρολογοῦνε Κ. Κρυστάλλ. Ἔργα 2,28 Τὰ ζὰ γεμίζουν τοὶς αὐλὲς κιˬ ὁλόγυρα ᾽ς τοῖς βρύσες οἱ κωπελλιˬὲς ἀσπρολογοῦν μὲ ἀπιθωμένες στάμνες Π. Βλαστοῦ Ἀργὼ 103. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπρίζω Β2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/