βαρυχιˬονισμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυχιˬονισμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρυχιˬονισμένος ἐπίθ. ΣΖαμπελ. ᾌσμ. Δημοτ. 755 βαρυӧνισμένος Πόντ. (Κερασ.) βαρεˬοχιˬονισμένος Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ χιˬονισμένος μετοχ. τοῦ ρ. χιˬονίζω.
Σημασιολογία
Ὁ σκεπασμένος ἀπὸ πολὺ χιόνι ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Θωρεῖς ἐκεῖνο τὸ βουνὸ τὸ βαρυχιˬονισμένο; ΣΖαμπέλ. ἔνθ’ ἀν. Θωρεῖς ἐκεῖνο τὸ βουνὸν τὸ πέραν τ’ ἀντιβούνιν καὶ τ’ ἄλλο τ᾽ ἀντιπέραστον τὸ βαρυӧνισμένον; Κερασ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA