γκέγκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκέγκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκέγκα ἡ, Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ. Σουφλ.) gέgα Α. Ρουμελ. (Καβακλ. Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Τσακίλ.) γκέκα Βιθυν. (Μουδαν.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) -Α. Παπαδιαμ., Μάγισσ., 78.103 gέκα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σκοπ.) γκέγκιˬα Θρᾴκ. (Νεοχώρ.) Τένεδ. gέgιˬα Θρᾴκ (Αἶν. κ.ἀ.) Ἴμβρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gege=ράβδος φέρουσα λαβὴν ἀγκιστροειδῆ.

Σημασιολογία

1) Ποιμενικὴ ράβδος Α. Ρουμελ (Καβακλ. Σιναπλ. Φιλιππούπ.) Βιθυν. (Μουδαν.) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ. Αἶν. Νεοχώρ. Σκοπ. Σουφλ. Τσακίλ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Τένεδ.: Ἅπλωσε τ’ gέgα καὶ τὸ ᾿πιˬασε ἀπ’ τὸ ποδάρ’ Τσακίλ. Ἦρτι οὑ τσόbανους μὶ τ᾿ gέgα Φιλιππούπ. Οὑ ἄθρουπους ἔβανε τὰ τσουπά’κα κὶ πῆρι κὶ τ’ gέgιˬα ᾿ς τοὺ χέρ’ Αἶν. Συνών. ἀγκούτσα 2, γκλίτσα, κλούτσα β) Μεταφ., τὸ στριμμένο ἀγκιστροειδῶς μουστάκι Θρᾴκ. (Σουφλ.) γ) Ράβδος ἐκ ξύλου, ἡ ὁποία τιθεμένη ἐπὶ τῶν ὤμων χρησιμοποιεῖται διὰ τὴν μεταφορὰν δοχείων Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σουφλ.) δ) Σιδηρᾶ ἁρπάγη προσηρμοσμένη εἰς τὸ ἄκρον τῆς ποιμενικῆς ράβδου Θρᾴκ. (Τσακίλ.) 2) Εἶδος κυρτοῦ μαχαιριδίου Α. Παπαδιαμ., ἔνθ’ ἀν.: Ὁ Μιχάλης ὁ Βεργῆς κρατῶν μακρὰν βέργαν... τὴν εἶχε πελεκήσει μὲ τὴν γκέκαν, τὸν κυρτὸν σουγιˬᾶν του. Συνών. στραβοσουγιˬᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/