γκεζάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκεζάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκεζάκι τό, Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐδ. γκεζί.

Σημασιολογία

Παιδιὰ ὁμοιάζουσα πρὸς τὴν ὤμιλλαν τῶν ἀρχαίων, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παῖκται ἁμιλλῶνται νὰ ρίψουν ἐξ ὡρισμένης ἀποστάσεως βώλους ἤ λίθους ἐντός στόχου ἀποτελουμένου ἑξ ὁμοκέντρων κύκλων κεχαραγμένων ἐπὶ τοῦ ἐδάφους. Συνών. γκεζὶ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/