γκεζερίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκεζερίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκεζερίζω Προπ. (’Αρτάκ.) -Λεξ. Μ. ’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. gεζερίζω Πελοπν. (Δίβρ.) γκιζερίζω Λεξ. Δημητρ. gιζερίζω Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.) γκιζιρίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ἁγία Παρασκ. ’Ανατολ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Διδυμότ.) Μακεδ. (Καστορ. Σαμαρ. Χαλάστρ. κ.ἀ.) gιζιρίζου Λέσβ. γκεζερῶ Πελοπν. (Μεσσην.) κ.ἀ. -Α. Τραυλαντ., Ν. Ἑστ., 20 (1936), 1432 Σ. Δάφνης, Ν. Ἑστ., 15 (1934), 491 -Λεξ. Πρω. Δημητρ. γκιζερῶ Ἤπ. (Μαργαρ. Τσαμαντ.) γκιζιρῶ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Θεσσ. (Καρδίτσ. Χάσ κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Μαΐστρ.) Μακεδ. (’Αβδέλλ. Βλάστ. Βόιον Γαλατ. Δεσκάτ. Γκριντ. Κοζ. Μοσχοπόταμ. Νιγρίτ. Πεντάπολ. Φλόρ. κ.ἀ.) gιζιρῶ Λῆμν. (Πλάκ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) γκεζεράω Ἤπ. (Δρόβιαν. Χιμάρ.) Πελοπν. (’Αργολ. Βλαχοκερ. Βούρβουρ. Δάρα Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λιγουρ. Σκορτσιν.) Προπ. (Πάνορμ.) -Λεξ. Μ. ’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. gεζεράω Μεγαρ. γκεζεράου Πελοπν. (Σουδεν.) τζεζεράω Πελοπν. (Κόρινθ.) γκιζεράω Ἤπ. (Πάργ.) Πελοπν. (Βραχν. Καλάβρυτ. Μεσσην. Κόρινθ. Τρίκκ.) Στερελλ. (Κλων.) κ.ἀ. γκιζιράου Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Κουκούλ. Πλατανοῦσ. Ραδοβύζ.) Θεσσ. (Μοσχᾶτ.) Θρᾴκ. (Καβακλ.) Μακεδ. (Βόιον Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ.) Προπ. (Μηχαν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Καλοσκοπ. Καρπεν. Περίστ. Ὑπάτ. κ.ἀ.) gιζιράου Εὔβ. (Αἰδηψ. Λιχὰς) γκιζ’ράου Ἤπ. (Πλάκ.) Θεσσ. (᾿Αργιθ. Κακοπλεύρ.) γ’ζιράου Στερελλ. γκεζερνῶ Βιθυν. (Κατιρλ.) Λυκαον. (Σίλλ.) γκεζ-ζερνῶ Νίσυρ. γκιζερνῶ Ἤπ. (Τσαμαντ.) γκιζιρνῶ Θεσσ. (’Ανατολ. Κρυόβρ. Συκαμν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (’Αμόρ. Κόσμ.) Μακεδ. (Βόιον Καστορ. Κοζ. Φυτ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) κ.ἀ. gιζ’ρνῶ Θρᾴκ. (Κομοτ.) γκιζιˬαρνῶ Θρᾴκ. (Σουφλ.) γκιζιˬαρνάου Θρᾴκ. (Σουφλ.) γκεζαράω Ἤπ. (Δρόβιαν.) γκισ’ράου Μακεδ. κιζιρίζου Μακεδ. κιζιρῶ Μακεδ. (Χαλκιδ.) κισιρίζου Στερελλ. (᾿Αράχ.) ᾿Αόρ. γκιζίρ’ξα Θρᾴκ. (Σουφλ.) gεζέρηκα Μέγαρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gezilmek=περιφέρομαι.
Σημασιολογία
1) ’Επισκέπτομαι τόπον τινὰ χάριν ἀναψυχῆς ἢ ἐργασίας, περιφέρομαι ἀσκόπως τῇδε κἀκεῖσε σύνηθ.: Τί γκεζερᾷς μεσάνυχτα μέσ᾽ ’ς τὰ σοκάκιˬα; Λεξ. Πρω. Ποῦ γκιζιρᾶς ὅ’ μέρα κὶ δὲν κάθισι κὶ λίγου ’ς τοὺ σπίτ’; Μακεδ. (Δεσκάτ.) Ποῦ γκεζέραγες οὕλη τὴν ἡμέρα; Πελοπν. (Δάρα ᾿Αρκαδ.) Δὲν πῆγε ’ς τὸ χωράφι, γκεζεράει τὰ μαγαζιˬὰ Πελοπν. (Βλαχοκερ.) Ποῦ gεζεράεις τέτο͜ια ὥρα; Μέγαρ. ᾿Εγκεζέρισα ὅλο τὸ βουνὶ καὶ δὲν τό ’βρα τὸ βόιˬδι πουθενὰ Ἤπ. (Χιμάρ.) Οὑ ἀδιρφὸς τ᾿ς γκιζιροῦσι ὁλουένα ’ς τὰ λόγγα, γιˬὰ νὰ βρῇ τ᾿ν ἀδιρφή τ᾿ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Ὅ’ τ’ν ἡμέρα γκιζιροῦσις κὶ τώρα π’ νύχτουσι ἦρθις νὰ φᾷς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γκιζιρίσαμαν ὅλουν τοὺν τόπου κιˬ ὅλου τοὺ χουριˬὸ κὶ δὲν τοὺν ηὕραμαν π’θινὰ Ἤπ. (Κουκούλ.) Βγαί’ κὶ γκιζιράει τὰ χουρι ˬ ὰ Μακεδ. (Βόιον). Ποῦ gιζιρᾷς κ᾿ ἰγὼ σὶ γύριβα; Εὔβ. (Αἰδηψ.) Τί gιζιρᾷς’ς τὰ δρόμιˬα κὶ δὲ gαθέσι νὰ δ’λέψ’ς; Εὔβ. (Λιχάς). Οὕλου γκιζιράει αὐτὸς οὑ ἄνθρουπους, στασιˬὸ δὲν ἔ᾽ Στερελλ (Γραν.) Ἡ μουνό’κους γκιζιράει μουναχὸς τ᾽ κὶ κά’ πουλλὴ ζ’μιˬὰ Θεσσ. (Συκαμν.) ’Αναγκάσ’κι νὰ γέ’ πραματιφτὴς κὶ νὰ γκιζιαρνάει ἀποὺ χουριˬὸ σὶ χουριˬὸ Θρᾴκ. (Σουφλ.) Τώρα οὑ πάππους ᾿πόστασι νὰ γκιζιράῃ κὶ νὰ γλέπ’ μουρὸ κιˬ ἀχαμπέρουτου κόσμου κὶ πῆριˬ τοὺ δρόμου γιˬὰ τοὺ χουριˬό τ᾿ (. . . ἀπόστασε νὰ τριγυρίζει καὶ νὰ βλέπει μωροὺς καὶ ἀνοήτους ἀνθρώπους καὶ ἠκολούθησε τὴν ὁδὸν τῆς ἐπιστροφῆς· ἐκ παραμυθ.) Μακεδ. (Βόιον). Μωρὴ Δανάη, μωρή ! Ποῦ γκιζερᾷς, διˬαβόλου θηλυκό, ἄχ, μπουκιˬὲς θὰ σὲ κόψω φοράδα ! Σ. Δάφνης ἔνθ’ ἀν. || Αἴνιγμ. Ἄψυχου εἶνι, ψὴ δὲν ἔ᾽, ψὲς παίρνει κὶ γκιζιρνᾷ (ψὴ=ψυχή· ὁ σιδηρόδρομος) Θρᾴκ. (Κόσμ.) || ᾌσμ. ’Σ τὰ πέλαγα γκεζέραγε, ’ς τὰ πέλαγα γυρίζει Πελοπν. (Σουδεν.) Πέdε χρόνιˬα gιζερίζω τὴν ἀγάπη μου νὰ βρῶ Κέρκ. Πέdι μῆνις γκιζιροῦσα μεσ’ ’ς τοῦ γιˬούλ-μπαχτὲ Μακεδ. (Φυτ.) Δὲν ἤμουν νιˬὸς κἀμμιˬὰ φορά, δὲν ἤμουν παλληκάρι, ποὺ γκιζιροῦσα τὰ βουνὰ μὲ δώδεκα συντρόφους; Μακεδ. (Φλόρ.) Ποῦ ἦσαν, πιριστιρούλα μου, τόσουν κιρὸ χαμέ’; -Ἦμαν ’ς τοὺς κάμπους, πὄβουσκα, ’ς τοὺς κάμπους γκιζιροῦσα Μακεδ. (Γαλατ.) Ξένους ἤμουν οὑ καημένους κὶ ’ς τὰ ξένα γκιζιροῦσα, κὶ ’ς τὰ ξένα γκιζιροῦσα κὶ τὶς ὄμουρφις κοιτοῦσα πο͜ιά ’ταν ἄσπρη, πο͜ιά ’ταν ροῦσσα, ποιά ’ταν γαργαρουλιμοῦσα (ροῦσσα=ἡ πυρρόθριξ, γαργαρουλιμοῦσα=ἡ ἔχουσα λευκὸν λαιμὸν) Στερελλ. (Παρνασσ.) Πέdι χρόνους πιρπατοῦσα τοὺ γιˬαλὸ-γιˬαλό, μουρὴ καπιτὰν Βασιλικὴ κιˬ ἄλλους πέdι gιζιροῦσα τοὺ βουνὸ-βουνό, μουρὴ Λῆμν. (Πλάκ.) Κυρά μου, δῶσ’ μου τὰ κλειδιˬά, τὰ παραδεισουκλείδιˬα, ν’ ἀνοίξου τοὺν Παράδεισου, νὰ μπῶ νὰ γκιζιρίξου Θρᾴκ. Συνών. βολτάρω 3, βολτετζάρω 2, γυρίζω, γυρνοβολῶ, γυροβολῶ, γυρουλιˬάζω, σεριˬανίζω, χαζεύω, χαζολογῶ. 2) Περιφέρω κάτι πρὸς θέαν Θεσσ. (᾿Ανατολ. κ.ἀ.) Λυκαον. (Σίλ.) Μακεδ. (Φλόρ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) || ᾌσμ. Μάσε, Δῆμο μ’, τὸ-γ-αἷμα μου ’ς ἕνα χρυσὸ μαντήλι, πάρε το καὶ γκιζέρα το ’ς τῆς Πόλης τ’ ἀργαστήριˬα Μακεδ. (Φλόρ.) Γιˬὰ μιˬὰ φουρὰ γκιζέριˬσα ἕνα ὄμουρφου κουράσι, νὰ τοὺ φιλήσου ντρέπουμι, νά-ν-τῆς τοὺ πῶ ντηρε͜ιῶμι Θεσσ. (Καρδίτσ.) 3) Παρακολουθῶ διὰ τοῦ βλέμματος, παρατηρῶ Μακεδ. Προπ. (᾿Αρτάκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.): Γκιζιροῦσι νὰ βρῇ τίπουτα Μακεδ. || ᾎσμ. ’Σ τοὺ παραθύριν ἔκατσα, τοὺς κάμπους γκιζιράου Αἰτωλ. Συνών. ἀβλαντίζω 5, ἀγναντεύω 1, ἀγναντίζω (Ι)2, βιγλάρω 1, βιγλεύω, βιγλιˬάζω 1, βιγλίζω 2, τηρῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA